Οι γυναίκες που γεννάνε παιδιά με συγγενείς καρδιοπάθειες, δηλαδή με ανωμαλίες στην καρδιά εκ γενετής, έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν και οι ίδιες καρδιοπάθεια, σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, καθώς έγινε σε περισσότερες από ένα εκατομμύριο γυναίκες, είναι η πρώτη που δείχνει ότι τα καρδιολογικά προβλήματα του νεογέννητου μπορεί να αποτελούν προγνωστικό δείκτη για τα κατοπινά καρδιολογικά προβλήματα της μητέρας τους, μεταξύ άλλων εμφράγματος, καρδιακής ανεπάρκειας και μεταμόσχευσης καρδιάς, ακόμη και αρκετά χρόνια μετά τη γέννα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο δρα Ναταλί Οζέρ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Μόντρεαλ στο Κεμπέκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό «Circulation» της American Heart Association, παρακολούθησαν τις γυναίκες σε βάθος 25ετίας μετά τον τοκετό, για να δουν κατά πόσο εμφάνισαν μελλοντικά προβλήματα στην καρδιά τους.
Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες που είχαν γεννήσει παιδιά με κάποιο σοβαρό ελάττωμα στην καρδιά, είχαν κατά μέσο όρο 43% μεγαλύτερο κίνδυνο να χρειασθεί να νοσηλευθούν και οι ίδιες αργότερα λόγω καρδιοπάθειας, σε σχέση με τις γυναίκες που είχαν γεννήσει παιδιά με υγιείς καρδιές. Ο κίνδυνος ήταν κατά 24% αυξημένος για τις μητέρες που είχαν γεννήσει παιδί με λιγότερο σοβαρή συγγενή καρδιοπάθεια.
Είναι ασαφές ακόμη πώς σχετίζεται η καρδιακή ανωμαλία του μωρού με την κατοπινή καρδιοπάθεια της μητέρας. Μία πιθανότητα είναι ότι οφείλεται σε γενετικό παράγοντα, ενώ μία άλλη ότι έχει να κάνει με το ψυχοκοινωνικό και οικονομικό στρες της μητέρας που μεγαλώνει ένα παιδί με εκ γενετής πρόβλημα στην καρδιά του (το 85% αυτών των παιδιών πια επιβιώνουν μετά την εφηβεία).