Περίπου 250.000-300.000 αναπληρωτές εκπαιδευτικούς με προϋπηρεσία 36 μηνών καλείται να μονιμοποιήσει η Ιταλία, μετά από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Η Ιταλία τα τελευταία χρόνια προχωρούσε στην πρόσληψη χιλιάδων αναπληρωτών χωρίς να πραγματοποιήσει γραπτό διαγωνισμό. Έτσι, εκπαιδευτικοί με μεγάλες προϋπηρεσίες κατέφυγαν στα δικαστήρια της Ιταλίας υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ήταν παράνομες.
Να σημειώσουμε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλλε ότι δεν θα ήταν σκόπιμη η υπαγωγή της εκπαίδευσης στις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου σχετικά με την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Συγκεκριμένα, η εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη «συγκεκριμένων αναγκών», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην τήρηση του δικαιώματος στην παιδεία και είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος της παιδείας.
Ωστόσο η θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης δεν υιοθετήθηκε, καθώς όπως αναφέρεται στην απόφαση, η συμφωνία-πλαίσιο δεν αποκλείει κανένα συγκεκριμένο κλάδο από το πεδίο εφαρμογής της και, συνεπώς, έχει εφαρμογή στο προσωπικό που προσλαμβάνεται στον κλάδο της εκπαίδευσης.
Τι ορίζει όμως η ρήτρα 5;
Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας,
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
2. Τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:
α) θεωρούνται «διαδοχικές»,
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.
Χρόνια έχει να γίνει διαγωνισμός πρόσληψης εκπαιδευτικών
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών επί του συνόλου των εκπαιδευτικών στη γειτονική χώρα το διάστημα 2006-2011 ήταν 13-18% ενώ κανένας διαγωνισμός για πρόσληψη εκπαιδευτικών δεν διεξήχθη το διάστημα 2000-2011. Η κατάσταση στην Ιταλία παρουσιάζει αναλογίες με την Ελλάδα αφού και στη χώρα μας το ποσοστό των αναπληρωτών φθάνει το 13% ενώ ο τελευταίος διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε το 2008.
Η ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Σύμφωνα με ανακοίνωση του δικαστηρίου, αναπληρωτές εκπαιδευτικοί από την Ιταλία κατέφυγαν στα δικαστήρια υποστηρίζοντας ότι οι συμβάσεις αυτές ήταν παράνομες, ζητώντας τον επαναχαρακτηρισμό των συμβάσεων ως σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, τη μονιμοποίησή τους, την καταβολή των αποδοχών που αντιστοιχούν στις περιόδους διακοπής της απασχολήσεώς τους μεταξύ της λήξεως μιας συμβάσεως και της ενάρξεως της επομένης, καθώς και αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν. Οι εν λόγω εκπαιδευτικοί και διοικητικοί εργάστηκαν επί διάφορα χρονικά διαστήματα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν ήταν μικρότερα από 45 μήνες εντός πενταετίας.
Η ιταλική νομοθεσία προβλέπει σύστημα αναπλήρωσης του διδακτικού και του διοικητικού προσωπικού στα υπό κρατική διαχείριση σχολεία. Κατά το σύστημα αυτό, οι κενές και ελεύθερες έως τις 31 Δεκεμβρίου θέσεις καλύπτονται από ετήσιες αναπληρώσεις “έως την ολοκλήρωση των διαγωνισμών προσλήψεως προσωπικού”. Οι αντικαταστάσεις αυτές πραγματοποιούνται βάσει εφεδρικών πινάκων στους οποίους κατατάσσονται κατά σειρά αρχαιότητας οι διδάσκοντες που έχουν επιτύχει σε διαγωνισμό, αλλά δεν έχουν διοριστεί σε μόνιμη θέση, καθώς και οι διδάσκοντες που έχουν παρακολουθήσει μαθήματα για την απόκτηση επάρκειας για διδασκαλία σε σχολές ειδικεύσεως στην εκπαίδευση. Οι διδάσκοντες που εργάζονται ως αναπληρωτές μπορούν να μονιμοποιηθούν ανάλογα με τις διαθέσιμες μόνιμες θέσεις και την εξέλιξή τους στον εφεδρικό πίνακα. Μπορούν επίσης να μονιμοποιηθούν εφόσον επιτύχουν σε διαγωνισμό. Ωστόσο, η διεξαγωγή τέτοιων διαγωνισμών είχε διακοπεί μεταξύ 1999 και 2011.
Το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας) και το Tribunale di Napoli (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Νάπολι) ζητούν από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί αν η ιταλική ρύθμιση είναι συμβατή με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, και πιο συγκεκριμένα εάν αυτή επιτρέπει την ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη κενών και ελεύθερων θέσεων έως την ολοκλήρωση των διαγωνισμών για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού στα υπό κρατική διαχείριση σχολεία, δεδομένου ότι η επίμαχη ιταλική ρύθμιση δεν ορίζει συγκεκριμένες προθεσμίες για την ολοκλήρωση των διαγωνισμών αυτών και αποκλείει εντελώς τη δυνατότητα προβολής αξιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως έχουν προκληθεί λόγω της προαναφερθείσας ανανεώσεως.
Με απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι η συμφωνία-πλαίσιο καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται και του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται. Επομένως, η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται στους εργαζομένους -διδάσκοντες ή διοικητικούς συνεργάτες- οι οποίοι προσλαμβάνονταν ετησίως ως αναπληρωτές στα δημόσια σχολεία. Για να αποτραπεί η καταχρηστική πρακτική των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η συμφωνία-πλαίσιο επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη ενός, τουλάχιστον, από τα ακόλουθα μέτρα:
– καθορισμό αντικειμενικών λόγων που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή
– καθορισμό της μέγιστης συνολικής διάρκειας των συμβάσεων ή καθορισμό του μέγιστου αριθμού ανανεώσεων.
Εξάλλου, για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου, απαιτείται, σε περίπτωση καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, να υπάρχει δυνατότητα επιβολής κυρώσεων. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι εύλογα, αναλογικά, αποτελεσματικά και αποτρεπτικά.
Τα προληπτικά μέτρα
Η ιταλική ρύθμιση δεν προβλέπει κανένα μέτρο που περιορίζει την μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων ή τον αριθμό των ανανεώσεών τους· επίσης, δεν προβλέπει ισοδύναμα μέτρα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ανανέωση πρέπει να δικαιολογείται από «αντικειμενικό λόγο», όπως η ιδιαίτερη φύση των αντίστοιχων καθηκόντων, και τα χαρακτηριστικά τους ή η επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής.
Κατά το Δικαστήριο, η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτών για λόγους αναγόμενους στην κοινωνική πολιτική (αναρρωτικές άδειες, άδειες μητρότητας, γονικές ή άλλες άδειες) αποτελεί αντικειμενικό λόγο ο οποίος δικαιολογεί την ορισμένη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ακόμη ότι η εκπαίδευση αντιστοιχεί σε θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας, το οποίο υποχρεώνει το κράτος να οργανώνει την παροχή υπηρεσίας σχολικής εκπαιδεύσεως, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται διαρκώς η ισορροπία μεταξύ του αριθμού των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Δεν μπορεί, πάντως, να αμφισβητηθεί ότι η εξασφάλιση της ισορροπίας αυτής εξαρτάται από πληθώρα παραμέτρων, οι οποίες ενίοτε είναι δυσχερώς ελέγξιμες ή προβλέψιμες. Οι παράμετροι αυτές επιβεβαιώνουν την ανάγκης ευελιξίας, η οποία αποτελεί αντικειμενικό λόγο για τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Επίσης, το Δικαστήριο δέχεται ότι, σε περίπτωση που κράτος μέλος επιφυλάσσει την πρόσβαση σε μόνιμες θέσεις στα υπό κρατική διαχείριση σχολεία μόνο στο προσωπικό που έχει επιτύχει σε διαγωνισμό, μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, βάσει της διατάξεως αυτής, η κάλυψη των κενών θέσεων με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έως την ολοκλήρωση των εν λόγω διαγωνισμών.
Ωστόσο, – αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση – το γεγονός ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, με ετήσιες αναπληρώσεις, κενών και ελεύθερων θέσεων έως την ολοκλήρωση των διαγωνισμών προσλήψεως προσωπικού, μπορεί να δικαιολογηθεί από «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως δεν εξασφαλίζει τη συμβατότητα της ρυθμίσεως αυτής, εφόσον προκύπτει ότι η εφαρμογή της ρυθμίσεως σε μια συγκεκριμένη περίπτωση καταλήγει εν τοις πράγμασι σε καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση που οι συμβάσεις αυτές χρησιμοποιούνται για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών των δημοσίων σχολείων σε προσωπικό.
Πάντως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, ο χρόνος που απαιτείται για τη μονιμοποίηση των εκπαιδευτικών στο πλαίσιο του συστήματος αυτού είναι μεταβλητός και αβέβαιος. Συγκεκριμένα, αφενός, η μονιμοποίηση δια της εξελίξεως των εκπαιδευτικών στους εφεδρικούς πίνακες εξαρτάται από τη συνολική διάρκεια των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, καθώς και από τον αριθμό των κενών θέσεων. Αφετέρου, δεν ορίζεται καμία συγκεκριμένη προθεσμία για τη διεξαγωγή διαγωνισμών.
Επομένως, η ιταλική κανονιστική ρύθμιση, μολονότι τυπικώς ορίζει ότι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συνάπτονται μόνο για τις ετήσιες αναπληρώσεις σε κενές και ελεύθερες θέσεις, οι οποίες έχουν προσωρινό μόνο χαρακτήρα, έως την ολοκλήρωση των διαγωνισμών για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, εντούτοις δεν διασφαλίζει ότι η επίκληση αντικειμενικών λόγων στη συγκεκριμένη περίπτωση συνάδει με τις απαιτήσεις της συμφωνίας-πλαισίου.
Εξάλλου, δημοσιονομικοί λόγοι δεν αποτελούν σκοπό επιδιωκόμενο με την πολιτική αυτή και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο κλάδο της εκπαίδευσης.
Κατά συνέπεια, η ιταλική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει μέτρο αποτρεπτικό της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Μέτρα για την επιβολή κυρώσεων
Η ιταλική νομοθεσία αποκλείει την αξίωση αποζημιώσεως για ζημία που έχει προκληθεί λόγω της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον κλάδο της εκπαίδευσης. Επίσης, δεν επιτρέπει ούτε τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Η μόνη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου που έχει στη διάθεσή του ένας εργαζόμενος ο οποίος εργάζεται ως αναπληρωτής έγκειται στην εξέλιξή του στον εφεδρικό πίνακα, εξαρτάται δηλαδή από τυχαία γεγονότα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί κύρωση αρκούντως αποτελεσματική και αποτρεπτική, ώστε να εγγυάται την πλήρη αποτελεσματικότητα των μέτρων εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.
Το Δικαστήριο τονίζει ότι, παρά την ιδιαίτερη ανάγκη ευελιξίας στον κλάδο της εκπαίδευσης, το ιταλικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση θεσπίσεως μέτρων για την επιβολή κατάλληλων κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου απαγορεύει κανονιστική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει, ως την ολοκλήρωση διαγωνισμών για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού στα υπό κρατική διαχείριση σχολεία, την ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη κενών και ελεύθερων θέσεων διδασκόντων και διοικητικού, τεχνικού και επικουρικού προσωπικού, χωρίς να ορίζει συγκεκριμένες προθεσμίες για την ολοκλήρωση των διαγωνισμών αυτών και αποκλείοντας εντελώς, για τους διδάσκοντες αυτούς και το εν λόγω προσωπικό, τη δυνατότητα προβολής αξιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως έχουν υποστεί λόγω της προαναφερθείσας ανανεώσεως.
Συγκεκριμένα, η εν λόγω ρύθμιση δεν εμπεριέχει αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Επίσης, δεν περιλαμβάνει κανένα μέτρο για την αποτροπή καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και την επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις αυτές.