Οι δαπάνες για την Παιδεία μειώθηκαν από το 2008 ως το 2011, σε 16 κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Παρατηρητηρίου για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση στην ΕΕ, τα οποία δημοσιεύει σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Εκτός από την Ελλάδα, οι δαπάνες για την Παιδεία, την περίοδο 2008-2011, μειώθηκαν στην Ιρλανδία, στη Μ. Βρετανία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Δανία, στην Εσθονία, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Σλοβακία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στην Ιταλία, στην Κύπρο και στην Ουγγαρία. Ωστόσο, έξι χώρες, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Μ. Βρετανία και η Λετονία μείωσαν περαιτέρω τις δαπάνες για την Παιδεία και το 2012.
Συγκεκριμένα, το 2012 οι δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα μειώθηκαν στο 4,1% του ΑΕΠ από 4,3% το 2009, ενώ στην «ΕΕ των 28» οι δαπάνες για την Παιδεία το 2012 μειώθηκαν στο 5,3% του κοινοτικού ΑΕΠ από 5,5% το 2009.
Σύμφωνα με την έκθεση του Παρατηρητηρίου για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση στην ΕΕ, το ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την ικανότητά του να εξασφαλίσει την επιτυχή μετάβαση των νέων στην απασχόληση. Σε γενικές γραμμές, η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη πρόσβαση στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα, να αυξηθεί η συμμετοχή των ενηλίκων στη διά βίου μάθηση, να βελτιωθεί η αξιολόγηση και η ανταμοιβή των δασκάλων και των εκπαιδευτικών, να βελτιωθούν οι σχολικές υποδομές σε όλα τα επίπεδα, και τέλος να υπάρξει ουσιαστική βελτίωση της εκπαιδευτικής κατάστασης των μειονεκτούντων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και των Ρομά.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, η έκθεση του Παρατηρητηρίου επισημαίνει ότι η ελληνική εκπαίδευση επηρεάζεται αρνητικά από τη μείωση των δημόσιων δαπανών και τις σημαντικές περικοπές του κρατικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, σημειώνεται ότι το βασικό ζητούμενο της ελληνικής εκπαίδευσης δεν είναι τόσο η έλλειψη πόρων, όσο η αποτελεσματική εφαρμογή των συστημικών μεταρρυθμίσεων σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση και στη δια βίου μάθηση.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα (παιδιά κάτω των 4 ετών), επισημαίνεται ότι το ποσοστό συμμετοχής των νηπίων βρίσκεται αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με 74,6% το 2012, έναντι 93,2% στην ΕΕ. Υπογραμμίζεται δε η ανάγκη να αυξηθεί σημαντικά η πρόσβαση σε ποιοτική προσχολική εκπαίδευση στην Ελλάδα, ιδιαίτερα για τις μειονεκτούσες οικογένειες, καθώς και η ανάγκη επενδύσεων σε υποδομές, με πόρους των διαρθρωτικών ταμείων της περιόδου 2014-2020.
Εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις χώρες με τις λιγότερες ώρες διδασκαλίας τον χρόνο. Το 2009 καταγράφηκαν 400 ώρες διδασκαλίας, έναντι 700 ωρών που ήταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ.
Όσον αφορά το ποσοστό των νέων (18-24 ετών) που εγκαταλείπουν νωρίς την εκπαίδευση, στην Ελλάδα μειώθηκε από 14,5% το 2009 στο 11,4% το 2012, έναντι 12,7% στην ΕΕ. Ο δείκτης ανεργίας γι’ αυτούς τους νέους στην ΕΕ είναι 40%. Σημειώνεται, δε, ότι ο ευρωπαϊκός στόχος είναι το 2020 το ποσοστό των νέων που εγκαταλείπουν νωρίς την εκπαίδευση να μειωθεί κάτω από το 10%.
Όσον αφορά το ποσοστό συμμετοχής των ενηλίκων (25-64 ετών) στη διά βίου μάθηση, το 2012 στην Ελλάδα ήταν 2,9%, έναντι 9% στην ΕΕ. Σημειώνεται ότι η δια βίου μάθηση αποδεικνύεται περισσότερο διαδεδομένη στους νέους υψηλού μορφωτικού επιπέδου, παρά σ’ εκείνους που τη χρειάζονται περισσότερο. Όσον αφορά στις δεξιότητες των ενηλίκων, ένας στους πέντε στην ΕΕ δεν υπερβαίνει το βασικό επίπεδο γραφής και ένας στους τέσσερις δεν υπερβαίνει το βασικό επίπεδο αριθμητικής.
Σε ό,τι αφορά τους απόφοιτους (τουλάχιστον) δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρατηρείται μείωση της απασχόλησής τους από 82% το 2008 σε 76% το 2012, ενώ ένας στους πέντε νέους Ευρωπαίους απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απασχολείται σε εργασίες κατώτερες των δεξιοτήτων του. «Το γεγονός αυτό δείχνει μια ανησυχητική αναντιστοιχία ανάμεσα στις δεξιότητες που αποκτούνται μέσω των εκπαιδευτικών συστημάτων και εκείνων που απαιτούνται στην αγορά εργασίας», σημειώνει η ανακοίνωση της Επιτροπής.
Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση αποδεικνύουν πως η ανισότητα είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό πολλών συστημάτων εκπαίδευσης στην Ευρώπη.
Αυτό αντικατοπτρίζεται στη σημαντική αδυναμία δεξιοτήτων συγκεκριμένων ομάδων, πχ νέων με μεταναστευτικό υπόβαθρο. «Οι ανισότητες αυτές έχουν σοβαρές συνέπειες στην οικονομική πρόοδο και στην κοινωνική συνοχή», σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τονίζοντας ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος ποικίλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών-μελών.
Σημειώνεται, τέλος, ότι σε πολλά κράτη μέλη η πλειονότητα των εκπαιδευτικών ανήκει στην υψηλότερη ηλικιακή ομάδα, με πολύ λίγους εκπαιδευτικούς να είναι κάτω των 30 ετών.