Απογοητευτικές είναι οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών, σε σχέση με εκείνες των συμμαθητών τους από άλλες χώρες, όπως προκύπτει από το τεστ διεθνούς αξιολόγησης PISA, που πραγματοποιείται κάθε τρία χρόνια υπό την αιγίδα του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Σύμφωνα με την έκθεση οι 15χρονοι Έλληνες κατέλαβαν την 43η θέση ανάμεσα σε 72 χώρες, στις τρεις βασικές κατηγορίες αξιολόγησης, που είναι οι επιστήμες, η κατανόηση κειμένου και τα μαθηματικά, ενώ οι επιδόσεις τους εμφανίζουν κάμψη και σε σχέση με τις ελληνικές επιδόσεις των προηγούμενων χρόνων. Ειδικότερα, η χώρα μας έλαβε 455 βαθμούς στις επιστήμες (-6 σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα), 467 στην κατανόηση κειμένου (-8) και 454 στα μαθηματικά (+1). Δείτε εδώ αναλυτικά τον πίνακα με τις επιδόσεις των μαθητών από χώρες ολόκληρου του κόσμου και πού βρίσκεται η Ελλάδα. Οι μαθητές της Σιγκαπούρης αναδείχθηκαν οι καλύτεροι στον κόσμο, με περισσότερους από 550 βαθμούς, ενώ ακολουθούν οι μαθητές της Ιαπωνίας και της Εσθονίας. Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν η Ταϊβάν, η Φινλανδία, το Μακάο, ο Καναδάς, το Βιετνάμ, το Χονγκ Κονγκ και η Κίνα. Από τους Έλληνες μαθητές αποδεικνύονται καλύτεροι οι συμμαθητές τους από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Βρετανία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Ιρλανδία το Βέλγιο, η Πολωνία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, η Αυστρία και η Ισπανία. Από την άλλη πλευρά, χειρότερες είναι οι επιδόσεις των μαθητών από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Κύπρο, καθώς και τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων. Και στις τρεις κατηγορίες, οι επιδόσεις των Ελλήνων 15χρονων είναι κάτω από τον μέσο όρο των χωρών μελών του ΟΟΣΑ. Οι Έλληνες μαθητές εμφανίζονται επίσης να έχουν χαμηλές επαγγελματικές προσδοκίες από τις γνώσεις που προσφέρουν οι επιστήμες, αλλά και γενικότερα να μην έχουν κίνητρα για να μελετήσουν. Η πτώση, πάντως, φαίνεται να είναι γενικότερη: «Ενώ η δαπάνη ανά μαθητή στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 20% από το 2006 στις χώρες του ΟΟΣΑ, μόνο 12 από τις 72 χώρες είδαν τις επιδόσεις να βελτιώνονται αυτό το διάστημα» αναφέρεται στην έκθεση της PISA. Η παρατήρηση αυτή μάλιστα ισχύει τόσο για τις χώρες που πρώτευσαν, όπως είναι η Σιγκαπούρη, όσο και για εκείνες που «πάτωσαν» όπως είναι το Περού και η Κολομβία.
Οι ασιατικές χώρες, με πρώτη τη Σιγκαπούρη, βρίσκονται στην κορυφή
Οι ασιατικές χώρες, με πρώτη τη Σιγκαπούρη, βρίσκονται στην κορυφή της έρευνας Pisa 2015 του ΟΟΣΑ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και στην οποία εκφράζεται εν γένει ανησυχία για τη στασιμότητα που παρατηρείται στην επιστημονική καλλιέργεια των μαθητών ανά τον κόσμο. Κατά την πρώτη έκδοση το 2000 του Διεθνούς Προγράμματος για την Αξιολόγηση των Μαθητών (Programme for International Student Assessment, PISA), «όλοι ταξίδευαν στη Φινλανδία. Τώρα πρέπει να ταξιδέψεις στη Σιγκαπούρη για να δεις τι κάνουν εκεί», συνόψισε η Γκαμπριέλα Ράμος, διευθύντρια του γραφείου του γενικού γραμματέα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ενώπιον δημοσιογράφων στο Παρίσι. Στη Σιγκαπούρη, οι εκπαιδευτικοί «αξιολογούνται τακτικά, έχουν πρόσβαση σε διαρκή εκπαίδευση και έχουν εξαρχής πολύ ανεπτυγμένη εκπαίδευση», υπογράμμισε ο Ερίκ Σαρμπονιέ, ειδικός του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση. «Στα σχολεία που αντιμετωπίζουν προβλήματα, διορίζονται εκπαιδευτικοί με προσόντα» ενώ επίσης οι καθηγητές είναι «καλά αμειβόμενοι σε σχέση με τα άλλα επαγγέλματα», ανέφερε εκτιμώντας πως τα ιδιωτικά μαθήματα που παρακολουθεί μεγάλο μέρος των ασιατών μαθητών μετά τη λήξη του σχολικού ωραρίου δεν εξηγούν από μόνα τους την καλή επίδοση αυτής της περιοχής του κόσμου. Η έρευνα Pisa, την οποία διαβάζουν επισταμένα τα πρόσωπα που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις σ’ όλον τον κόσμο, αξιολογεί κάθε τρία χρόνια της γνώσεις και τις ικανότητες μαθητών ηλικίας 15 ετών στις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και την ανάγνωση, δίνοντας κάθε φορά έμφαση σ’ ένα απ’ αυτά τα τρία θέματα: στην έκδοση του 2015 το θέμα αυτό είναι οι φυσικές επιστήμες, όπως ήταν και το 2006. Πίσω από τη Σιγκαπούρη βρίσκονται η Ιαπωνία, η Εσθονία, η Ταϊπέι, η Φινλανδία, το Μακάο, ο Καναδάς, το Βιετνάμ, το Χονγκ Κονγκ και το σύνολο «P-S-J-G» (οι κινεζικές πόλεις Πεκίνο και Σανγκάη και οι επαρχίες Τζιανγκσού και Γκουανγκντόνγκ), όσον αφορά τις ικανότητες στις φυσικές επιστήμες. Σημειώνεται πάντως μια οπισθοχώρηση της Φινλανδίας, που για καιρό θεωρούνταν πρότυπο, καθώς η αναλογία των μαθητών που έχουν πολύ υψηλές επιδόσεις στη χώρα αυτή είναι μικρότερη σε σχέση με το 2006. Η Γαλλία παραμένει στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, μαζί με την Αυστρία, τις ΗΠΑ και τη Σουηδία και πίσω από τη Γερμανία και το Βέλγιο. Οι μαθητές ορισμένων χωρών έχουν σημειώσει πρόοδο στις φυσικές επιστήμες, όπως αυτοί της Κολομβίας, του Ισραήλ, του Μακάο, της Πορτογαλίας, του Κατάρ και της Ρουμανίας. Από το 2006, την προηγούμενη φορά όπου η Pisa είχε επικεντρωθεί στις φυσικές επιστήμες, «οι χώρες έχουν επενδύσει πολύ στην εκπαίδευση. Είναι λίγο απογοητευτικό το γεγονός ότι βλέπουμε πως η επίδοση στις επιστήμες δεν σημείωσε πρόοδο», δήλωσε ο Ερίκ Σαρμπονιέ εκφράζοντας τη λύπη του γι’ αυτό. Στο μεταξύ, οι επιστημονικές πρόοδοι υπήρξαν λαμπρές, με την ανάπτυξη των smartphones, του «big data», των συνδεδεμένων αντικειμένων ή των βιοτεχνολογιών. Στις μέρες μας όλοι έχουν ανάγκη μιας επιστημονικής καλλιέργειας, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται σ’ αυτούς που προορίζονται για να κάνουν καριέρα στον τομέα αυτόν, εκτιμά ο ΟΟΣΑ. Οι γνώσεις αυτές είναι για παράδειγμα απαραίτητες ώστε να τρώει κανείς ισορροπημένα, να διαχειρίζεται τα απορρίμματα στις μεγάλες πόλεις, να αποφασίζει τα υπέρ και τα κατά των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών, να μειώνει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής κλπ., αναφέρεται στην έκθεση. Περίπου 8% των μαθητών έχουν πολύ καλές επιδόσεις στις επιστήμες στις χώρες του ΟΟΣΑ, μια αναλογία που ανεβαίνει στο 24% στη Σιγκαπούρη. Οι μαθητές αυτοί «διαθέτουν επαρκείς γνώσεις και επιστημονικές ικανότητες για να τις εφαρμόσουν με δημιουργικό και αυτόνομο τρόπο σε ένα μεγάλο φάσμα καταστάσεων, περιλαμβανομένων καταστάσεων που δεν τους είναι οικείες». Αντιθέτως, περίπου 20% των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ βρίσκονται κάτω από το επίπεδο 2, που θεωρείται το όριο ικανότητας στην επιστημονική καλλιέργεια. Το ποσοστό των μη προνομιούχων μαθητών που κατατάσσονται κάτω από το όριο αυτό είναι 34%. Ο ΟΟΣΑ εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι «τα μη προνομιούχα σχολικά ιδρύματα έχουν λιγότερους εξειδικευμένους καθηγητές φυσικών επιστημών και είναι λιγότερο πιθανό να υποχρεώσουν τους μαθητές να παρακολουθήσουν μαθήματα φυσικών επιστημών». Όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος για να πρέπει κανείς να επιλέξει ανάμεσα στην ενθάρρυνση της αριστείας και την υποστήριξη των μαθητών που αντιμετωπίζουν προβλήματα: το Μακάο και η Πορτογαλία κατάφεραν να κάνουν να προοδεύσουν και οι μεν κι οι δε, αναφέρεται στην έκθεση. Σημειώνεται επίσης πως η Εσθονία και η Νότια Κορέα, που είναι μεταξύ των καλύτερων, δαπανούν λιγότερα ανά μαθητή απ’ ό,τι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ.