Το ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα αναδεικνύει η δημοσιογράφος Rachel Sanderson με άρθρο της στο Bloomberg, υπογραμμίζοντας πως το 2024 είναι μια ιδανική ευκαιρία για την επιστροφή τους από τη Βρετανία στην Ελλάδα, με αφορμή την 50ή επέτειο από την επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα μας.
«Ο Πάπας Φραγκίσκος επέστρεψε τον περασμένο μήνα στην Ελλάδα τα μάρμαρα του Παρθενώνα που είχε στην κατοχή του το μουσείο του Βατικανού για περίπου 100 χρόνια. Είναι καιρός η Βρετανία να ακολουθήσει το παράδειγμα του ποντίφικα», γράφει, υπογραμμίζοντας πως μετά την εν λόγω κίνηση ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε να δηλώσει πως αυτό το δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσει και η Βρετανία, η οποία εξάλλου κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των γλυπτών του Παρθενώνα.
Ωστόσο, ο Andrea Rurale, διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών στη διαχείριση και διοίκηση τεχνών στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου σημειώνει πως ο πάπας Φραγκίσκος είχε την εξουσία να λάβει μια μονομερή απόφαση και μπορούσε να παρακάμψει τις όποιες διαφωνίες ορισμένων αξιωματούχων στο Μουσείο του Βατικανού.
Στην περίπτωση της Βρετανίας τα πράγματα είναι διαφορετικά, γράφει η Rachel Sanderson. Ο πρωθυπουργός της χώρας Ρίσι Σούνακ, απέκλεισε το ενδεχόμενο τροποποίησης του βρετανικού νόμου του 1963 που απαγορεύει σε μεγάλο βαθμό στο Βρετανικό Μουσείο να διαθέτει τα κτήματά του. Έτσι, ο δανεισμός των μαρμάρων ως μέρος μιας συμφωνίας για εκ περιτροπής φιλοξενία βασισμένη σε πολιτιστικές ανταλλαγές θα ήταν ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί αυτό το νομικό εμπόδιο.
Ο Ed Vaizey, πρώην υπουργός Πολιτισμού του Ηνωμένου Βασιλείου και επικεφαλής του οργανισμού Parthenon Project που αναζητά λύση στο ζήτημα σε συνεργασία με το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο Ακρόπολης, παραδέχεται πως οι δύο πλευρές θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν. «Αυτό που προτείνει είναι μια πολιτιστική συνεργασία που θα έφερνε τα κειμήλια πίσω στην Αθήνα, ενώ ελληνικά αριστουργήματα θα μπορούσαν να στεγαστούν στο Βρετανικό Μουσείο ως αντάλλαγμα».
Ωστόσο μια «πολιτιστική ανταλλαγή» δύσκολα θα γινόταν αποδεκτή από την Ελλάδα αφού αυτό θα σήμαινε την αναγνώριση της βρετανικής ιδιοκτησίας επί των γλυπτών. Οι ελληνικές αρχές επισημαίνουν πως η αφαίρεση των μαρμάρων ήταν μια πράξη λεηλασίας από τον Λόρδο Έλγιν πριν από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ενώ από την πλευρά τους οι βρετανικές αρχές έχουν απορρίψει τη σύσταση της UNESCO το 2021 να ξαναρχίσει τις συνομιλίες με την Ελλάδα για το ζήτημα. «Η θέση μας είναι σαφής: τα γλυπτά του Παρθενώνα αποκτήθηκαν νόμιμα σύμφωνα με τον τότε νόμο», αναφέρουν.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, αναφέρεται στο άρθρο του Bloomberg, ισχυρίζεται ότι το κοινοβούλιο της χώρας αγόρασε τα μάρμαρα από τον Λόρδο Έλγιν το 1816 έναντι περίπου 350.000 λιρών (437.000 δολάρια σε σημερινά χρήματα), ενώ ο Έλγιν είχε εξαρχής λάβει έγκριση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αφαιρέσει τα μάρμαρα.
«Όμως υπάρχει μια ευκαιρία και ο Πάπας Φραγκίσκος δείχνει το δρόμο», γράφει η Rachel Sanderson και συνεχίζει: «Στις 24 Ιουλίου 2024, η Ελλάδα θα γιορτάσει την 50ή επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας της. Για να τιμήσει αυτήν την ημερομηνία, η Βρετανία θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο για ένα τεράστιο δώρο στον ελληνικό λαό. Θα χρειαζόταν μια κοινοβουλευτική πράξη, αλλά ο βασιλιάς Καρόλου Γ’, ο οποίος έχει μιλήσει για την εγγύτητά του με την Ελλάδα ως γενέτειρα του πατέρα του, θα μπορούσε να είναι ένας κατάλληλος μεσολαβητής».
«Αυτές οι συζητήσεις υπογραμμίζουν μια ριζική αλλαγή, καθώς για μεγάλο μέρος της σύγχρονης εποχής, μια τέτοια κίνηση θεωρούταν αδιανόητη. Η πλειονότητα των ειδικών υποστήριζε ότι η τέχνη είναι παγκόσμια κληρονομιά και αναδεικνύεται καλύτερα στα μεγάλα μουσεία του κόσμου. Αλλά η επιστροφή των έργων που έκλεψαν οι Ναζί ξεκίνησε μια επανεξέταση σε παγκόσμιο επίπεδο, μαζί με μάχες υψηλού προφίλ για την επιστροφή λεηλατημένων αρχαιοτήτων σε ορισμένα ιταλικά μουσεία. Η Laurence des Cars, διευθύντρια του Λούβρου, σημείωσε ότι ανήκει στις πρώτες γενιές επιμελητών που είναι ανοιχτές στο “να δώσουν πίσω κάτι όταν είναι λάθος”».
«Βέβαια, το Βρετανικό Μουσείο δεν θα έμενε απαραίτητα με άδεια χέρια. Έχει περισσότερο από ένα χρόνο για να κατασκευάσει τέλεια αντίγραφα προς έκθεση, ενώ οι μοναδικές συνθήκες του “δώρου” θα μείωναν επίσης τον κίνδυνο να δημιουργηθεί προηγούμενο για το άδειασμα των βρετανικών μουσείων, ένας μεγάλος φόβος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στα Μουσεία του Βατικανού, η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα θεωρείται μια μεμονωμένη κίνση που δεν έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα έργα τέχνης. Για τη Βρετανία θα παρείχε μια ευκαιρία να καλλιεργήσει τη φιλία με την Ελλάδα, και κατ’ επέκταση να αρχίσει να επιδιορθώνει τη ρήξη με την Ευρώπη. Εάν η Ελλάδα αποφασίσει με βάση τα πλεονεκτήματα της να στείλει έργα τέχνης για ανταλλαγή στο Βρετανικό Μουσείο, τότε όλα οδεύουν προς το καλύτερο».