Η χαρά της οδήγησης, η ελαφριά σχεδίαση και ο περιστροφικός κινητήρας είναι τρία στοιχεία που όρισαν το DNA της Mazda. Όμως, ένα μοντέλο της κατάφερε και ξεχώρισε από τα υπόλοιπα, καθώς έδωσε έμφαση σε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, περνώντας τα σε ένα άλλο εντελώς επίπεδο. Το συγκεκριμένο μοντέλο ήρθε να εδραιώσει τα sports αυτοκίνητα με compact περιστροφικό κινητήρα στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Ποιο μοντέλο ήταν αυτό; Το θρυλικό Mazda RX-7, που κυκλοφόρησε το 1978 ως το πρώτο sport car της μάρκας στην ευρεία αγορά και έγινε το best-selling όχημα με περιστροφικό κινητήρα στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας. Παράλληλα, ενίσχυσε και την επιτυχία της μάρκας στους αγώνες ταχύτητας με άνευ προηγουμένου επιτεύγματα.
Ο χαρακτηριστικός ήχος του μηχανικού συνόλου διπλού ρότορα του RX-7 εκτόξευσε τους αγώνες ταχύτητας στην Ευρώπη, κερδίζοντας το British Saloon Car Championship’s στην κατηγορία 1,600-2,300 κ.εκ. το 1980 και 1981. Επίσης, το 1981 εδραίωσε και την αξιοπιστία του, κερδίζοντας τον αγώνα 24 Hours of Spa.
Αλλά η χρυσή εποχή του RX-7 δεν σταματάει μόνο στα Ευρωπαϊκά σύνορα. Στην Αμερική, κέρδισε πάνω από 100 αγώνες IMSA, περισσότερους από οποιοδήποτε άλλο μοντέλο, κυριαρχώντας την κατηγορία GTU (κάτω από 2,500 κ.εκ.) συμπεριλαμβανομένου του 24 Hours of Daytona για 12 συνεχόμενα χρόνια (1982-93). Το RX-7 επίσης απέδειξε τις ικανότητές του και στο Australian Endurance Championship, κερδίζοντας από το 1982 μέχρι το 1984, καθώς και το εθνικό Bathurst 12 Hour (πρωταθλητής το 1992-95).
«Πιστοποιημένο» στις πίστες αγώνων αυτοκινήτων
Αυτή η εκτενής εμπειρία που απέκτησε το RΧ-7 οδήγησε στο 710 ίππων τετρακίνητο Mazda 787B, το οποίο κέρδισε στις 24 ώρες του Le Mans. Μέχρι και σήμερα παραμένει το μόνο αυτοκίνητο χωρίς έμβολα που έχει κερδίσει, σε μία από τις μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του περιστροφικού κινητήρα.
Τα επιτεύγματά του είναι πραγματικά εντυπωσιακά, υπολογίζοντας ότι το μέλλον του περιστροφικού κινητήρα ήταν σε επισφαλή θέση όταν η Mazda ξεκίνησε να κατασκευάζει το RΧ-7. Τα περισσότερα μοντέλα διέθεταν περιστροφικούς κινητήρες, μέχρι και την κρίση του πετρελαίου το 1973-1974. Τότε οι τιμές του καυσίμου εκτοξεύτηκαν, ωθώντας τους καταναλωτές σε αναζήτηση άλλων λύσεων. Η αντισυμβατική ιαπωνική μάρκα λοιπόν είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τους περιστροφικούς κινητήρες για τα περισσότερα sedans, hatchbacks και wagons της. Πιθανότατα και θα το είχε κάνει πράξη (όπως έκαναν και οι άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες) αν ο τότε επικεφαλής του τμήματος R&D, Kenichi Yamamoto, δεν είχε αντισταθεί, υποστηρίζοντας τον σημαντικό ρόλο που θα είχε για τη διαφοροποίηση της εταιρείας ο περιστροφικός κινητήρας.
Ο Yamamoto, που ηγούταν της ομάδας των μηχανικών που ανέπτυξαν τον περιστροφικό κινητήρα το 1960, ξεκίνησε να αναδιαμορφώνει τον υπάρχοντα 12A κινητήρα και να βελτιώνει σημαντικά την οικονομία των καυσίμων. Εκτός των άλλων, η ομάδα του πρόσθεσε ανθεκτικά ελατήρια ρότορα, τα οποία βελτίωσαν τη λίπανση, ενώ στη συνέχεια βοήθησαν και στη σχεδίαση του ιδανικού αυτοκινήτου για αυτόν τον κινητήρα.
Μικρό και ελαφρύ αλλά με ομαλή οδήγηση, δυναμικό και αναζωογονητικό, ο περιστροφικός κινητήρας ήταν ιδανικός για ένα sport αυτοκίνητο. Το RX-7 λοιπόν, ένα κομψό χαμηλωμένο coupe δημιουργήθηκε ειδικά για αυτόν το κινητήρα.
Δημιουργώντας ένα περιστροφικό σύμβολο
Η πρώτη γενιά RX-7 (πλατφόρμα «FB») κυκλοφόρησε στην ιαπωνική αγορά το 1978 και θριάμβευσε κατευθείαν. Με καθαρό βάρος κοντά στον 1 τόνο, το 12Α’s 100-135PS πέτυχε μεγάλες αποδόσεις. Η compact μηχανή τοποθετημένη πίσω από τον μπροστινό άξονα, καθώς και η πισωκίνητη οδήγηση με σχεδόν τέλεια κατανομή του βάρους, βοήθησαν στην απίστευτη αυτή πορεία του. Το αεροδυναμικό RX-7 που προσέφερε διασκεδαστική οδήγηση, δημιούργησε μία ξεχωριστή σύνδεση μεταξύ οδηγού και αυτοκινήτου. Ο 1,146 κ.εκ. διπλού ρότορα 12A εντάχθηκε αργότερα με μια 160 ίππων turbo εκδοχή για την Ιαπωνία, ενώ στη Βόρεια Αμερική κυκλοφόρησε ένα ελαφρώς μεγαλύτερο 13Β μηχανικό σύνολο με έγχυση καυσίμου.
Η δεύτερη γενιά RX-7 («FC») παρουσιάστηκε το 1985, με σχεδίαση εμπνευσμένη από την Porsche και πολλές βελτιώσεις στην απόδοση όπως το DTSS (Dynamic Tracking Suspension System) και η στροβιλοσυμπίεση. Η αναγκαστική επαγωγή τελικά αποδείχθηκε ότι ταιριάζει απόλυτα με τους περιστροφικούς κινητήρες χάρη στα χαρακτηριστικά του συστήματος εξάτμισής τους, καθώς και της αποτελεσματικής ενίσχυσης της ροπής μεσαίου εύρους. Ο κινητήρας 1.3 λίτρων 13B ήταν σταθερός σε όλες τις παρούσες αγορές και παρόλο που το RX-7 θα κυκλοφορούσε στην Ευρώπη με ένα 150 ίππων κινητήρα, αργότερα κυκλοφόρησε και με ένα 180 ίππων, ενώ ακολούθησε και η 200 ίππων twin-scroll turbo έκδοση. Το μοντέλο με την υψηλότερη απόδοση θα έπιανε επίδοση από 0-100 χλμ/ώρα μέσα σε 6 δευτερόλεπτα, με μέγιστη ταχύτητα 240 χλμ/ώρα.
Η τρίτη και τελευταία γενιά («FD») παρουσιάστηκε το 1992. Ήταν ένα γνήσιο σπορ αυτοκίνητο. Ένας διαδοχικός διπλός υπερσυμπιεστής ενισχυμένος με διπλό στροβιλοσυμπιεστή ανέβασε ακόμη περισσότερο τις αποδόσεις από την τελευταία 13Β μηχανή στους 239 ίππους της Ευρωπαϊκής έκδοσης.
Οι θαυμαστές υποστηρίζουν ότι διαθέτει τον καλύτερο χειρισμό από όλα τα RX-7, επιταχύνοντας από 0-100 χλμ/ώρα μέσα σε 5.3 δευτερόλεπτα και φτάνοντας σε μέγιστη ταχύτητα 250 χλμ/ώρα, εντάσσοντας το διθέσιο βάρους 1,300 κιλών στην κατηγορία των high-end sports cars, κάτι που ήρθε και σαν συνέχεια της νίκης στο Le Mans. Δυστυχώς, η παραγωγή του RX-7 σταμάτησε στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες από το 1996 λόγω των περιορισμών των εκπομπών ρύπων, αν και η Mazda συνέχισε να παράγει αυτοκίνητα για τη δεξιοτίμονη αγορά αυτοκινήτων, ενισχύοντας αργότερα την απόδοση στους 280 ίππους μόνο για τα μοντέλα που κυκλοφόρησαν στην Ιαπωνία.
Σπάζοντας ρεκόρ
Το 2002 σηματοδοτεί το τέλος του RX-7. Συνολικά μεταξύ του 1978 και 2002 είχαν παραχθεί 811.634 αυτοκίνητα, με διαφορά τα περισσότερα από κάθε άλλο μοντέλο με περιστροφικό κινητήρα. Παράλληλα, προσαρμοσμένες εκδοχές κάθε γενιάς θέσανε ρεκόρ ταχύτητας στην κατηγορίας τους στο Bonneville Salt Flats στην Αμερική το 1978 (FB, 296 χλμ/ώρα), το 1986 (FC, 383,7 χλμ/ώρα) και το 1995 (FD, 389 χλμ/ώρα).