Τα ξημερώματα, σήμερα, 6 Απριλίου, έφυγε από τη ζωή η Μπούμπα Δημητροκάλλη, αδερφή των Μανώλη και Νίκου Γλέζου και του Γιώργου Δημητροκάλλη.

Αγωνίστρια της Αριστεράς, ήταν παρούσα σε όλους τους αγώνες από την κατοχή μέχρι σήμερα, πάντα στο πλευρό του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ με έντονη παρουσία στο χώρο του βιβλίου.

Ήταν μέλος των Ενεργών Πολιτών και υπεύθυνη έκδοσης του περιοδικού Πολίτες.

Στη μνήμη της η οικογένεια επιθυμεί να κατατεθούν αντί στεφάνου, στην βιβλιοθήκη Νικόλαος Γλέζος στ’ Απεράθου της Νάξου.

Στην μνήμη της το blog Κίνηση Ενεργοί Πολίτες αφιερώνει δύο δικά της κείμενα:

«Ο αδελφός μου ο Νίκος

….κι ο Μάης ανθεμόεις
και συ χρονών δεκαενιά….

Ήταν ακόμα σκοτάδι, όταν τη μαγιάτικη νυχτερινή γαλήνη κομμάτιασε ο μεταλλικός θόρυβος των κλειδιών, που άνοιγαν τα κελιά του κτηρίου 15, στο Χαϊδάρι. Τα σκυλιά και οι ναζί ούρλιαζαν στη γλώσσα τους, που δεν καταλαβαίνατε. Καταλαβαίνατε όμως πολύ καλά τι θα ακολουθούσε.

Με τα κοντάκια των όπλων τους, σας έσπρωχναν ν’ ανεβείτε σε καμιόνια. Άναψαν τις μηχανές και το κομβόι ξεκίνησε.

Το μυαλό σου άρχισε να δουλεύει γρήγορα. Έπρεπε να ειδοποιηθούν οι δικοί σου άνθρωποι. Η οικογένειά σου, η οργάνωσή σου, οι σύντροφοί σου. Χρειαζόσουν μολύβι και χαρτί. Το μολύβι βρέθηκε κι όσο για το χαρτί….ο μπερές που φορούσες είχε άσπρη φόδρα.. Την ξήλωσες κι άρχισες πάνω της να γράφεις:

Το αγγελτήριο του θανάτου σου, που μόνος σου έστελνες στη Μάνα σου, ήταν έτοιμο. Τώρα έμενε να το πετάξεις, όσο πιο κοντά γινόταν στο σπίτι σου.
(Μέχρι σήμερα, αναρωτιέμαι ακόμα, αν υπήρχε άνοιγμα στο καμιόνι, απ’ όπου μπορούσες να βλέπεις, ή υπολόγισες αλάθητα την απόσταση από το Χαϊδάρι μέχρι το Μεταξουργείο).

Όταν τα καμιόνια ξεμάκρυναν, πάνω στην άσφαλτο, έμεινε η στρογγυλή σφραγίδα του πιστοποιητικού, της σύντομης, ηρωικής και ριψοκίνδυνης ζωής σου.
Τώρα το μυαλό σου γύριζε πίσω. Ώρα απολογισμού. Έκανες αυτό που έπρεπε; Έκανες αυτό που σε καθοδήγησαν να κάνεις; Υπήρξες αποτελεσματικός; Πάλεψες όσο έπρεπε τον κατακτητή; Βοήθησες με όλες σου τις δυνάμεις τον αγώνα; Μήπως κάπου κιότεψες ή παράκουσες; Υπήρξες συνεπής σ’ αυτά που πίστευες; Μίλησες;

Δεν ξέρω τι απάντησες στον εαυτό σου, ξέρω όμως πολύ καλά τι είπαν οι σύντροφοί σου, χρόνια μετά.

Δεν είχες αφήσει συγκέντρωση ή συλλαλητήριο που να μην είχες πάρει μέρος, γωνιά για γωνιά που να μην είχες ενημερώσει με το χωνί σου για την εξέλιξη του πολέμου και της Αντίστασης. Δεν είχες αφήσει πόρτα χωρίς προκήρυξη, τοίχο χωρίς τη «λευτεριά» του, γραμμένη με κόκκινη μπογιά!

Δούλεψες, έφερες φαΐ στα πεινασμένα αδέλφια σου, και δεν έδωσες ούτε ένα όνομα, ούτε ένα σύντροφο, παρ’ όλα τα φριχτά βασανιστήρια στη Μέρλιν.
Όταν ή Μάνα μας ήρθε να σου φέρει τα φρεσκοπλυμένα και φρεσκοφιλημένα ρούχα σου, της έδωσες τα ματωμένα και τότε σε ρώτησε: «παιδί μου σε βασάνισαν;» «όχι πολύ» της απάντησες και με το δείκτη του χεριού σου σκούπισες ένα δάκρυ.

Η μάνα μας, μου μίλησε χιλιάδες φορές για κείνο το ένα δάκρυ .
Και κάθε φορά, κείνο το ένα δάκρυ, το ακολουθούσαν ποτάμια δικά της δάκρυα.
Κι ο Έρωτας; Τον είχες προλάβει; Είχε σκιρτήσει η καρδιά σου για δυο μάτια που σε κοίταξαν διαφορετικά; Και στις σκέψεις που έκανες τώρα, έμενε χώρος για ένα κορίτσι που σε έχανε, πριν καλά-καλά σε έχει;
Πες μου αδελφούλη μου αν έμεινε χρόνος να σκεφτείς και τα δικά μας.
Τότε που καθισμένοι στα σκαλιά της μικρής ταρατσούλας του σπιτιού μας, μιλούσαμε χαμηλόφωνα και συνωμοτικά και σου έδινα όσες πληροφορίες μου ζητούσες.

Θυμήθηκες πως σού έλεγα πως αυτά που κάνεις και συ και ο αδελφός μας, πρέπει να είναι επικίνδυνα και κακά πράγματα, γιατί ο Μπαμπάς και η Μαμά συνέχεια μαλώνουν με κλειστή την πόρτα του δωματίου τους κι οι λέξεις που κρυφάκουγα, ήταν, «αστυνομία», «κίνδυνοι», «έρευνα», «φυλακές», «σκοτώσουν»…

Κι όταν ο Μπαμπάς έφευγε πάντα θυμωμένος, η Μαμά πάντα έκλαιγε, πάντα δεν είχε όρεξη ούτε να μαγειρέψει, και πάντα, με τον παραμικρό θόρυβο έξω απ’ τη πόρτα μας, πεταγόταν όρθια κι έκανε το σταυρό της

Τώρα θυμάμαι όμως εγώ, ότι τότε μ’ αγκάλιαζες τρυφερά από τους ώμους, ακουμπούσες το κεφάλι σου πάνω στο δικό μου, μου τσαλάκωνες το φιόγκο και μού έλεγες:

«Μπουμπάκι, αυτά που κάνουμε, ο αδελφός μας , οι φίλοι μας κι εγώ, τα κάνουμε για να ζήσουμε ελεύθεροι κι όχι σκλάβοι, για να μην τρως εσύ λούπινα και μαύρες σταφίδες με τα κουκούτσια τους και για να μπορούμε σε λίγα χρόνια που θα είσαι δεσποινιδούλα, και θα χορεύεις τέλεια, τις κλακέτες που σε μαθαίνω τώρα, να καλείς, τις φίλες σου κι εγώ τους φίλους μου, να κάνουμε γλέντια, να τραγουδάμε, να χορεύουμε και να ξεφαντώνουμε.
Και τότε θα δεις πως και η Μαμά θα χαίρεται, θα τραγουδά μαζί μας και δεν θα ξανακλάψει ποτέ πια».
Πράγματι η Μάνα μας απ’ την ημέρα που εκτελέστηκες, δεν ξανάκλαψε.
Μόνο θρηνούσε.
…………………………………………………………………
Τα καμιόνια σταμάτησαν. Τώρα τα κοντάκια των όπλων, σας έσπρωχναν να κατεβείτε. Μπότες και γυμνά πόδια έλιωναν τις πρώτες τολμηρές παπαρούνες στο χορτάρι του Σκοπευτηρίου και μια μάντρα σας περίμενε.

Το ημερολόγιο έδειχνε Τετάρτη, 10 Μαΐου του 1944, το φεγγάρι δυο μέρες πριν άρχισε να γεμίζει κι ο ήλιος τη μέρα τούτη θα ανέτελλε στις 5.23΄.
Ο χρόνος που σου έμενε για σκέψεις, ήταν ελάχιστος ! Και βάζω στοίχημα, πως ξέρω ποιες ήταν.

Κοίταξες δεξιά κι αριστερά, μέτρησες πόσοι ήσασταν και σκέφτηκες:
«από σήμερα 92 λιγότεροι πατριώτες.
Από σήμερα 92 λιγότεροι αγωνιστές.
Από σήμερα 92 λιγότεροι κομμουνιστές.
Από σήμερα 92 λιγότερα πακέτα με προκηρύξεις θα μοιραστούν.
Από σήμερα 92 τοίχοι θα μείνουν χωρίς «λευτεριά ή θάνατος».
Κι ίσως σήμερα, κάποια άλλα χωνιά να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη σας.

Η καρδιά σου σφίχτηκε και δύο δάκρυα θόλωσαν τα μάτια σου, που όμως δεν πρόλαβαν να κυλήσουν στο πρόσωπό σου, γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε η ομοβροντία στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Η Άνοιξη, ξανατρομαγμένη, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της, τα πουλιά ξανατρομαγμένα πετάχτηκαν απ’ τις φωλιές τους, διέγραψαν κύκλους, πάνω απ’ τα άψυχα κορμιά σας κι ύστερα έναν- έναν, σας πήραν στις μαυροφορεμένες φτερούγες τους και μέσα από «κέλευθα ηερόεντα»,* σας οδήγησαν στο Πάνθεον των Ηρώων, στη χώρα των Αθανάτων, αφήνοντας όλους εμάς εδώ, σ’ ένα τόπο διόλου «χλοερό», διόλου «αναψύξεως», απ’ όπου, καθόλου δεν «απέδρα πάσα θλίψη, οδύνη ή στεναγμός».
………………………………………………………………..

Αν εκείνα τα πέτρινα χρόνια, οι διαδικασίες ήταν σαν τις σημερινές, εσύ και οι σύντροφοί σου έπρεπε να οδηγηθείτε στο νεκροτομείο. Και νομίζω πως έχω μπροστά μου την έκθεση του Ιατροδικαστή, τη διαβάζω και είμαι σίγουρη, ότι θα έλεγε περίπου τα εξής:
«Εγένετο νεκροψία νεκροτομή, επί νεαρού ατόμου αρτιμελούς, κανονικώς αναπτυχθέντος, ηλικίας περίπου είκοσι ετών. Εκ των ευρημάτων διεπιστώθησαν τα εξής: Εις όλον το σώμα του έφερε βαρείας κακώσεις, προκληθείσας εξ αμβλέος οργάνου, καθώς και πολλαπλά εγκαύματα. Η καρδιακή χώρα είχε τρωθεί υπό βλημάτων πυροβόλου όπλου, εις δε την κρανιακήν τοιαύτην, ευρέθη σφαίρα περιστρόφου.
Το παράδοξον, αλλόκοτον και πρωτοφανές, το οποίον και οφείλoμεν να υπογραμμίσωμεν, είναι ότι, καίτοι τα τραύματα υπήρξαν θανατηφόρα, εν τούτοις το νεαρόν άτομον δεν κατέληξεν. Εξακολουθεί να ζη……»
Στις καρδιές μας και στη σκέψη μας!
_________________________________________________
*κέλευθα ηερόεντα= αέρινα μονοπάτια. Ομηρική έκφραση.

Το φεγγάρι

“Μέχρι τότε ήξερα ένα φεγγάρι, που τα καλοκαίρια που κοιμόμασταν ή με τα παράθυρα ανοιχτά, ή πάνω στην ταράτσα, φώτιζε τις νύχτες μας και τα όνειρά μας.

Κάπου εκεί προς το τέλος του Γυμνασίου, ο καθηγητής μούδωσε τη χαριστική βολή. Μας εξήγησε τι ακριβώς είναι το φεγγάρι, τι είναι η πανσέληνος, τι σημαίνει “γεμίζει”, γιατί άλλες φορές είναι ανάποδο και γιατί άλλες φορές πλαγιαστό.
Όμως εγώ, περνούσα τη ρομαντική εποχή της εφηβίας, είχα διαβάσει ένα σωρό δακρύβρεχτα μυθιστορήματα για ερωτευμένους, είχα δει άπειρες φορές από το σπίτι της Μάνας μου στην Πάρο, το φεγγάρι να καθρεφτίζεται μέσα στη θάλασσα, να ασημώνει τα σκοτεινά νερά, ή να παίζει κρυφτό με τα λίγα, διακριτικά, καλοκαιρινά συννεφάκια και αρνιόμουν να τα δεχτώ όλα αυτά.

Μέχρι σήμερα, το αρνούμαι.

Το φεγγάρι για μένα, μέχρι σήμερα ασκεί μιά γοητεία τις νύχτες που το βλέπω και χωρίς να το θέλω ή να το επιδιώκω, στους διαδρόμους του εγκεφάλου μου κυκλοφορούν όλες οι φεγγαρόλουστες βραδυές που έχω δει, ή που έχω ζήσει, σαν κοριτσάκι, σαν έφηβη, ή σαν γυναίκα ερωτευμένη»