Ένα άρθρο με όσα ένιωσε πηγαίνοντας στη μητέρα του Βαγγέλη Γιακουμάκη έγραψε ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης υπό τον τίτλο: «Ο Βαγγέλης και η αγέλη».
«Ποια ήταν αυτή η αγέλη που απειλούσε τον Βαγγέλη; Ποιοι ήταν οι «άντρακλες». Σε ποιες οικογένειες μεγάλωσαν; Και γιατί δεν τους σταμάτησαν. Και ποιος ήταν αυτός ο πολιτικός που τους προστάτευε;» αναρωτιέται.
Διαβάστε το άρθρο του Σταύρου Θεοδωράκη:
«Στον δρόμο προς τους Αρμένους σκεφτόμουν αυτό που είχα ακούσει από όλους: «Μια ευγενική ψυχή». Το πρωί στην παρέλαση στα Χανιά τα παιδιά από το εσπερινό Λύκειο φορούσαν μαύρα περιβραχιόνια. Δεν κατάλαβα, κι ένας νεαρός που έπιασε στον αέρα την απορία μου, είπε συλλαβιστά, χωρίς να φωνάξει «για – τον – Βα – γγέ – λη». Για τον Βαγγέλη – για τον Βαγγέλη – για τον Βαγγέλη άρχισαν να επαναλαμβάνουν όλοι γύρω μου και το χειροκρότημα τους δυνάμωσε.
Απ’ το αμάξι τώρα έβλεπα τις χιονισμένες μαδάρες αλλά και σκουπίδια πεταμένα στην άκρη της Εθνικής. Σκουπίδια που τραυματίζουν τη λεβεντιά της Κρήτης. Είχε αέρα και τα σκουπίδια πήγαιναν όλα μαζί, τη μια χανόντουσαν στο οδόστρωμα, την άλλη στην πλαγιά ή το χαντάκι. Σαν μια αγέλη μιαρών που φεύγει φοβισμένη στο πέρασμα των ανθρώπων. Ποια ήταν αυτή η αγέλη που απειλούσε τον Βαγγέλη; Ποιοι ήταν οι «άντρακλες». Σε ποιες οικογένειες μεγάλωσαν; Και γιατί δεν τους σταμάτησαν. Και ποιος ήταν αυτός ο πολιτικός που τους προστάτευε;
Η Μαρία- η μάνα του, με περίμενε σχεδόν στην πόρτα. Όχι μόνο εμένα. Όλους τους περίμενε. Σήμερα ο Βαγγέλης θα γιόρταζε. «Να έχουμε τσικουδιές, καλιτσούνια, ελιές, κουλούρες, κανένα ανθότυρο, γραβιέρα, να κερνιέται ο κόσμος». Η κουζίνα ήταν γεμάτη από γυναίκες. Όπως θα συνέβαινε και σε μια κανονική γιορτή. Μόνο που τώρα φορούσαν μαύρα. Στο σαλόνι οι άντρες σκυφτοί. Χέρια σκληρά, με ρόζους και μάτια πρησμένα από το κλάμα. Ο Μανόλης, ο Γιάννης, ο παππούς ο Πέτρος, δυο πιτσιρικάδες από το χωριό – θα μάζευαν κουβέντες να τις πουν το βράδυ στον Βαγγέλη να γελάσουν με την αγωνία των μεγάλων – ο θείος του ο Γιώργος. Αυτόν τον ξέρετε όλοι. Ο ψύχραιμος κρητίκαρος που εκπροσώπησε την οικογένεια στα κανάλια. Μετρημένες κουβέντες, ούτε παρακαλετά, ούτε απειλές, ούτε ξεσπάσματα.
Η αδερφή του η Ελένη 19 χρονών δροσιά μου φέρνει ένα ζεστό δίκταμο. Η γιαγιά Ελένη, της δίνει συμβουλές για το τρατάρισμα. «Φέρε και νερά στους ανθρώπους».
Θέλω να τους ακούσω. Η Μαρία δίπλα μου τα έχει βάλει με το ένστικτο της. «Με πρόδωσε και δεν το πιστεύω πια. Τις μέρες που τον ψάχναμε εγώ ένιωθα ότι ήταν καλά. Ότι έχει πάει κάπου με τους φίλους του. Ότι γελάει. Και περίμενα να με πάρει να μου πει ‘’έλα ρε μάνα καλά είμαι γιατί ανησυχήσατε’’. Με πρόδωσε σου λέω».
Οι Αρμένοι είναι λίγα χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο. Ούτε κέντρο αλλά ούτε στις ερημιές, στον δρόμο προς τον Νότο. Η Μαρία ήταν από το Ροδάκινο και ο Ανδρέας, ο πατέρας του Βαγγέλη, από το Σελί. «Και ήρθαμε εδώ και χτίσαμε να είμαστε πιο κοντά στην πόλη, για τα παιδιά δηλαδή». Ο Ανδρέας δεν είναι στο σπίτι. Έχει πάει με τον άλλο γιο, τον Πέτρο, στα πρόβατα. «Δε θέλει να μένει στο σπίτι. Δε θέλει να βλέπει άνθρωπο. Γυρνάει συνέχεια στα βουνά» μου δίνει ο Γιώργος μια πιο πειστική απάντηση. Πώς να αντέξεις τον θάνατο του παιδιού σου; Νιώθω όπως τότε στο σπίτι του Παύλου στο Κερατσίνι. Ο ίδιος πόνος, η ίδια μάνα, η ίδια απουσία.
«Η ζωή του μια κόλαση», γράφουν οι εφημερίδες. Και αυτός δεν ήθελε να το βάλει στα πόδια. Ίσως πίστευε ότι την επόμενη φορά θα βρεθούν κάποιοι να τον υποστηρίξουν.
Θυμήθηκα τα λόγια του Θανάση Αλεξανδρίδη, του ψυχιάτρου τότε που κάναμε την εκπομπή για το μπούλινγκ στα σχολεία. Αυτές οι ιστορίες θέλουν τρεις.
Ένα παιδί μόνο του.
Τους δράστες. Τον αρχηγό και τα πρωτοπαλίκαρα του δηλαδή. Έναν αρχηγό «δημοφιλή», αλαζόνα, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που ποτέ δεν σκέφτεται τον «άλλο». Και από κοντά τα πρωτοπαλίκαρα του, οι ανασφαλείς που η σχέση τους με τον αρχηγό τους προφυλάσσει και τους δίνει αξία.
Ο Βαγγέλης λοιπόν – η αγέλη και ο τρίτος;
Οι μάρτυρες. Είναι το ανάλογο του χορού στην αρχαία τραγωδία. Βλέπουν αυτά που κάνουν οι δράστες, αυτά που υφίσταται το θύμα, γνωρίζουν αλλά δε μιλούν, όπως συχνά ο χορός μες στην τραγωδία. Υπάρχει και μια αντίληψη μεταξύ των παιδιών ότι αν μιλήσουν θα τους θεωρήσουν οι άλλοι ότι είναι καρφιά.
Και καλά τα παιδιά. Αν ο διευθυντής της σχολής είχε ασχοληθεί, αν οι καθηγητές είχαν ασχοληθεί, αν οι συμφοιτητές είχαν ασχοληθεί, ο Βαγγέλης θα έβρισκε συμμάχους και θα είχε ξεφύγει.
«Πόσα παιδιά αυτή την ώρα τραβάνε τα ίδια και δε μιλάνε;» αναρωτιέται δίπλα μου η Μαρία.
«Εγώ τον έχασα τον Βαγγέλη μου και αυτό δε θα αλλάξει ποτέ όσοι και να τιμωρηθούν. Αλλά αν δεν φοβηθούν τώρα πόσα άλλα παιδιά θα βασανίσουν;».
Το μπούλινγκ, όπως οι βιασμοί, η παιδεραστία, είναι μέρος της κρυφής εγκληματικότητας. Ποτέ δεν ξέρουμε τα πραγματικά νούμερα. Ποτέ δε θα μιλήσουν όλα τα θύματα.
Αντιθέτως, οι δράστες πολλές φορές θα υπερηφανευθούν δίπλα μας. Εδώ χρειάζεται να σταθούμε λίγο. Οι βασανιστές του Βαγγέλη ήταν και αυτοί από την Κρήτη. Όπως και ο Βουλευτής που πήρε για να τους προστατεύσει. Τι δουλειά είχε αλήθεια ο βουλευτής να σηκώνει το τηλέφωνο και να ζητάει να μην τιμωρηθούν κάποιοι σπουδαστές; Για οποιοδήποτε αδίκημα.
Έχει λερωθεί πολύ η κρητική λεβεντιά. Και μερικοί μπερδεύουν την αντρειοσύνη της Κρήτης με τις αλητίες των ψευτοπαλληκαράδων.
Γι’ αυτό κι έχει σημασία η ιστορία του Βαγγέλη να κλείσει με τον πρέποντα επίλογο. Να τιμωρηθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Από τον διευθυντή που δεν κατάλαβε πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα, τους «καθηγητές» που αδιαφόρησαν, τον πολιτικό που έκανε το ρουσφέτι του και βέβαια την αγέλη των βασανιστών. Άλλοι να μπουν στην φυλακή, άλλοι να αλλάξουν δουλειά, άλλοι… να μάθουμε τουλάχιστον ποιοι είναι. Να γνωρίζει η κοινωνία τι έκαναν και να μην έχουν τόπο να σταθούν. Στον Βαγγέλη δε συνέβη ένα ατύχημα στον δρόμο ή στην κορυφή του βουνού, ήταν σε μία δημόσια σχολή και το δημόσιο πρέπει να «απαντήσει».
Και βέβαια να αλλάξουμε δομές και συνήθειες στην εκπαίδευση μήπως και σώσουμε τον επόμενο Βαγγέλη, την επόμενη Βαγγελιώ. Να τολμήσουν οι «δάσκαλοι» να παίξουν τον ρόλο τους. Αλλά γι’ αυτά, ίσως να μας δοθεί η δυνατότητα να τα συζητήσουμε στη Βουλή».