Το Ινστιτούτο Γκαίτε βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας από το βράδυ της Τρίτης, μετά τη χθεσινή εξαγγελία του υπουργού Δικαιοσύνης, Νίκου Παρασκευόπουλου, ότι προτίθεται να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική σε σχέση με τους προκατόχους του αναφορικά με τις αποζημιώσεις των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας.
Η υπογραφή του υπουργού Δικαιοσύνης αναμένεται να δώσει το πράσινο φως για την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης του Αρείου Πάγου από το 2000 που θα οδηγήσει σε συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της Γερμανίας στην Ελλάδα.
Ο κ. Παρασκευόπουλος δήλωσε κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή ότι «τον χρόνο της απόφασής μου θα τον εξαρτήσω από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και τις εθνικές διαστάσεις της».
Το γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε, όπως και οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο του Βερολίνου στην ελληνική επικράτεια θα μπορεί να κατασχεθεί προς ικανοποίηση της αποζημίωσης μέχρι του ποσού που είχε επιδικαστεί με την 137/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, ύψους 28 εκατομμύρια ευρώ στους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη με την 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε αίτηση αναίρεσης του Γερμανικού Κράτους. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η «αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού της Δικαιοσύνης».
Το 2000 η επίμαχη υπουργική απόφαση είχε υπογραφεί από τον αρμόδιο υπουργό της κυβέρνησης Σημίτη με αποτέλεσμα δικαστική κλητήρας να εμφανιστεί στο γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε των Αθηνών, ώστε να εκτελέσει την αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου.
Η διαδικασία εκτέλεσης ωστόσο είχε ανακληθεί μετά την απόφαση της Γερμανίας να εγκρίνει την ένταξη της Ελλάδας στην νομισματική ένωση.