«Ο πόλεμος με βρήκε μαθητή γυμνασίου στο χωριό Τοξότες της Ξάνθης» θυμάται ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, φέρνοντας πολλά χρόνια αργότερα στο νου τις πρώτες ώρες του ελληνοϊταλικού πολέμου «Ο πατέρας μου Νικόλαος, ήταν πρόεδρος της κοινότητας. Διαθέταμε ένα κοινοτικό ραδιόφωνο το οποίο ήταν τοποθετημένο σε ένα εστιατόριο. Απ’ εκεί συνδεόταν με μεγάφωνο στην πλατεία του χωριού. Απ’ εκείνο το ραδιόφωνο μάθαμε για τον πόλεμο. Εγώ και οι συμμαθητές μου, ως νέοι τότε, διακατεχόμεθα από μια θετική σκέψη. Πιστεύαμε ότι θα νικήσουμε».
Γράφει ο Γεώργιος Σαρρής
Όσοι βίωσαν εκείνη την ηλιόλουστη μέρα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, δεν την ξέχασαν ποτέ. Όλοι θυμούνται πού βρίσκονταν και τι έκαναν την ώρα που έφθασε στ’ αυτιά τους το νέο της κήρυξης του πολέμου εκ μέρους της φασιστικής Ιταλίας. Οι πρώτες μάχες μπορεί να δόθηκαν περίπου στις 05:30 τη νύχτα κοντά στο Καλπάκι των Ιωαννίνων, που τότε διέθετε μονάχα λίγες καλύβες και κάνα δυο καφενεία για να εξυπηρετεί τους περαστικούς στρατιώτες όταν έβγαιναν με άδεια από το κοντινό στρατόπεδο, ωστόσο τα γεγονότα έφθασαν στις περισσότερες πόλεις της χώρας νωρίς το πρωί όταν ήχησαν οι σειρήνες και σε κάποια απομακρυσμένα χωριά που δεν διέθεταν καν ραδιόφωνο, αρκετές ώρες αργότερα.
Το Newsbeast, με αφορμή την εθνική επέτειο, παραθέτει σήμερα μαρτυρίες νέων εκείνης της εποχής οι οποίοι μεταφέρουν τον τρόπο με τον οποίο έμαθαν την είδηση, τα πρώτα συναισθήματα που τους διακατείχαν αλλά και τον τρόπο που κινήθηκαν. Ο καθένας έχει να διηγηθεί και μια μικρή ιστορία. Τη δική του ιστορία, που μπορεί να αποτελεί μια μικρή ψηφίδα, που εάν την ενώσεις όμως με τη διπλανή και τη διπλανή με την παραδίπλα, δημιουργείς το τεράστιο μωσαϊκό του Έπους του ’40.
Ας δούμε κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές:
Δημήτριος Μπίκος: Μας έδιωξαν από το μάθημα
«Θυμάμαι πάρα πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Ήμουν μαθητής στη β΄ τάξη του Γυμνασίου στην Κυπαρισσία. Οι καθηγητές μας ενημέρωσαν για την κήρυξη του πολέμου και μας έδιωξαν από το σχολείο.
Στον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μου, έβλεπα έκδηλη τη χαρά στα πρόσωπα των ανθρώπων που πήγαιναν να πολεμήσουν. Μου έκανε φοβερή εντύπωση. Δεν βρέθηκε ούτε μια μάνα να πει: «Πού πάνε τα παιδιά μας», όπως συμβαίνει τώρα».
Όλγα Πολιτοπούλου: Όλοι ήταν αναστατωμένοι
«Ο πόλεμος με βρήκε στο χωριό Σιταράλωνα Αιτωλοακαρνανίας. Θυμάμαι ότι η 28η Οκτωβρίου ήταν μια παρά πολύ όμορφη, ηλιόλουστη μέρα. Επιστρέφοντας από το σχολείο ακούστηκαν οι σειρήνες. Τρέξαμε όλα τα παιδιά στα σπίτια μας. Από παντού ακούγονταν ”κηρύχθηκε πόλεμος”, ”μας χτυπούν οι Ιταλοί”. Όλοι ήταν αναστατωμένοι. Την επομένη άρχισαν να καταφθάνουν από τα γειτονικά χωριά τα παιδιά που θα πήγαιναν να καταταγούν».
Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος: Καταστρέψαμε τα γραφεία της Al Litoria
«Στις 28 Οκτωβρίου το πρωί σήμαναν οι σειρήνες. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Φόρεσα τη στολή της ΕΟΝ (σ.σ. της κυβερνητικής Εθνικής Οργάνωσης Νέων που είχε ιδρύσει το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά) και πήγα στη Λέσχη των Σκαπανέων στη λεωφόρο Κηφισίας. Εκεί ακούσαμε από το ραδιόφωνο την κήρυξη του πολέμου. Συγκεντρωθήκαμε μερικοί και κατεβήκαμε στο κέντρο της Αθήνας όπου ήδη διαδήλωναν χιλιάδες άνθρωποι. Επιτεθήκαμε και καταστρέψαμε τα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Al Litoria. Ακόμη έχω ένα μπλοκ εισιτηρίων ως ενθύμιο. Μετά συγκεντρωθήκαμε χιλιάδες κόσμος στην οδό Σταδίου. Από κάποιο μπαλκόνι βγήκε και μας μίλησε ο Μεταξάς. Τραγουδούσαμε εμβατήρια και ζητωκραυγάζαμε συνεχώς. Έκλεισε ο λαιμός μου για μια εβδομάδα».
Βασίλης Κουρουπός: Επικρατούσε απερίγραπτος ενθουσιασμός
«Τον Οκτώβριο του 1940 ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Μόλις πληροφορηθήκαμε, μαζί με τον αδελφό μου τον Σπύρο, την κήρυξη του πολέμου, αυθόρμητα φωνάξαμε: ”Ζήτω ο πόλεμος!”. Ο νεανικός ενθουσιασμός, βλέπετε, ήταν πολύ ισχυρή κινητήριος δύναμη. Ξεκινήσαμε από τη γειτονιά μας στου Ψυρρή δύο άτομα και φθάσαμε στο κέντρο της Αθήνας χιλιάδες. Επικρατούσε ένας απερίγραπτος ενθουσιασμός».
Στάθης Τουρνάκης: Λες και γινόταν γιορτή και όχι πόλεμος
«Το 1940 κατοικούσα στην πλατεία Αμερικής, στην οδό Αγίου Μελετίου και Δροσοπούλου. Ήμουν μαθητής στη Δ΄ τάξη του Γυμνασίου. Η 28η Οκτωβρίου ήταν πάρα πολύ μεγάλη ημέρα για εμένα. Πήρα πολλή χαρά. Επρόκειτο να γράψουμε διαγώνισμα λατινικών και είχα μεγάλη αγωνία καθώς… δεν είχα διαβάσει τίποτα. Κατά τις 07.00 το πρωί ακούστηκαν οι σειρήνες. Σχεδόν ταυτόχρονα μια λέξη κυριάρχησε στον αέρα ”πόλεμος”.
Πήγαμε στο σχολείο και μας έδιωξαν. Το γλίτωσα το διαγώνισμα. Αρχίσαμε να τρέχουμε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας ανεμίζοντας σημαίες. Όλος ο κόσμος ήταν χαρούμενος λες και γινόταν γιορτή και όχι πόλεμος. Δεν ξέρω πώς το είχαμε πάρει, αλλά υπήρχε μια βεβαιότητα για τη νίκη».
Ιωάννης Αντωνακέας: Στην Πατησίων ο κόσμος διάβαζε την προκήρυξη γενικής επιστράτευσης
«Το καλοκαίρι του 1940 έδινα εξετάσεις για να προβιβαστώ από τη Γ΄ τάξη του γυμνασίου στη Δ΄. Θυμάμαι ότι γράφαμε ένα διαγώνισμα και κάποια στιγμή ο επιβλέπων καθηγητής μας είπε: ”Σήμερα εσείς γράφετε διαγώνισμα. Για κοιτάξτε αύριο τι κάνω εγώ;”. Και μας έδειξε μια ταυτότητα στη φωτογραφία της οποίας φορούσε τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού. ”Θα παρουσιαστώ στον στρατό αύριο” μας είπε με υπερηφάνεια και χαρά. Του είχε σταλεί ατομική πρόσκληση. Είχαμε ακούσει ότι καλούντο κλάσεις εφέδρων με ατομικές προσκλήσεις και αυτό το γεγονός επιβεβαίωνε τις φήμες και ενίσχυε την πεποίθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Τη θυμάμαι την ημέρα εκείνη. Είχα παραμελήσει τα μαθήματά μου μέχρι την τελευταία στιγμή με αποτέλεσμα να ξυπνήσω τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου στις 06.00 για να γράψω τις ασκήσεις των αρχαίων ελληνικών. Τη στιγμή που έγραφα, πρέπει να ήταν λίγο πριν τις 07.00, ακούστηκαν οι σειρήνες. Για μας ήταν συνηθισμένο άκουσμα καθώς κάθε τόσο γίνονταν δοκιμές. Όλες όμως οι δοκιμές ανακοινώνονταν από τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες ήδη από την προηγούμενη. Αυτή τη φορά όμως δεν υπήρχε καμία προειδοποίηση. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως πρόκειται για δοκιμή για την οποία δεν έτυχε να ακούσω ή να διαβάσω στην εφημερίδα. Ακούσαμε την έναρξη του συναγερμού, η οποία ήταν ένας διακοπτόμενος ήχος. Αμέσως μετά ακούσαμε τον συριγμό της λήξης. Αυτό ήταν περίεργο γιατί στις δοκιμές χτυπούσε ο συναγερμός και η λήξη σήμαινε μετά από λίγα προκαθορισμένα λεπτά.
Τώρα η λήξη σήμανε αμέσως. Ελάχιστα λεπτά μετά σήμανε ξανά ο συναγερμός και αμέσως η λήξη. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Άνοιξα το παράθυρο. Σε ένα από τα απέναντι σπίτια είχε βγει στο μπαλκόνι μια γυναίκα και σταυροκοπιόταν. Εν τω μεταξύ ξύπνησαν και οι δικοί μου. Ανοίξαμε αμέσως το ραδιόφωνο όμως το πρόγραμμα δεν είχε αρχίσει ακόμη. Ο πατέρας μου είπε: ”Δεν πας κάτω να δεις τι συμβαίνει;”. Το σπίτι μας τότε ήταν σε μια δεύτερη παράλληλη οδό με την Πατησίων. Στον δρόμο συνάντησα έναν άνθρωπο και τον ρώτησα τι συμβαίνει. ”Πόλεμος” μου λέει. ”Τι πόλεμος;” ξαναρωτώ. Τότε μου είπε: ”Η Ελλάδα, η Τουρκία και η Σερβία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία και την Ιταλία”. Φθάνοντας στην Πατησίων είδα κόσμο συγκεντρωμένο σε ένα καφενείο να διαβάζουν μια προκήρυξη γενικής επιστράτευσης. Επέστρεψα σπίτι για να ενημερώσω τους γονείς μου. Το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό και έπαιζε εμβατήρια. Άρχισα να εξιστορώ στους γονείς μου αυτά που είχα δει και ακούσει όταν άρχισε να μεταδίδεται το διάγγελμα του Μεταξά.
Λίγο αργότερα μεταδόθηκε και το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν το οποίο έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου: ”Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 π.μ. σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Έπειτα από λίγο ακούστηκε το διάγγελμα του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και η ημερησία διαταγή του Παπάγου. Όλο το πρωί ακούγονταν εμβατήρια, ανάμεσα δημοτικά τραγούδια και επαναλήψεις των διαγγελμάτων. Το μεσημέρι εκφωνήθηκε και δεύτερο πολεμικό ανακοινωθέν, το οποίο έλεγε περίπου τα ίδια πράγματα με το πρώτο. Μετά. ανακοινώθηκε ότι από την επομένη θα εκφωνείτο ένα πολεμικό ανακοινωθέν κάθε πρωί. Ο πατέρας μου ήταν ενθουσιασμένος.
Ευελπιστούσε ότι θα τον καλούσαν στον στρατό. Δεν κλήθηκε όμως καθώς ήταν σχετικά μεγάλος σε ηλικία. Εκείνη την ημέρα εγώ δεν πήγα σχολείο. Οι συμμαθητές μου όμως που πήγαν μου διηγήθηκαν τι έγινε. Συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο, και ένας καθηγητής τους ανακοίνωσε ότι τα σχολεία θα παρέμεναν κλειστά μέχρι νεωτέρας διαταγής. Εγώ κατέβηκα στην Ομόνοια και από εκεί κατευθύνθηκα στο Σύνταγμα. Πέρασα και από τα γραφεία της Al Litoria (σ.σ. ιταλική αεροπορική εταιρεία). Οργισμένοι πολίτες είχαν σπάσει τις τζαμαρίες και είχαν πετάξει τα έπιπλα από τα παράθυρα. Το κέντρο της πόλης δονείτο από διαδηλώσεις υπέρ του πολέμου. Ακούγονταν πολλά συνθήματα, εκείνο όμως που μου αποτυπώθηκε στο μυαλό ήταν το παράδοξο σύνθημα: ”Ζήτω ο πόλεμος”».
Ελένη Φραγκιά: Η ΕΟΝ μας είχε στείλει εγκαίρως γράμματα με εντολές
«Πριν τον πόλεμο ήμουν υπεύθυνη του 4ου τομέως της ΕΟΝ (σ.σ. Εθνικής Οργάνωσης Νέων) στην Καστέλα/ Μας είχαν δώσει ένα γράμμα με την εντολή να μην το ανοίξουμε παρά μόνο σε περίπτωση πολέμου. Όταν χτύπησαν οι σειρήνες η μάνα μου ένιωσε το σαγόνι της να χτυπά ασυναίσθητα από την αγωνία. Ο αδελφός μου, ο οποίος ήταν επίσης στην ΕΟΝ, θυμήθηκε το γράμμα. Το άνοιξε και έφυγε αμέσως, αφήνοντας τη μάνα μας να χτυπιέται. Το δικό μου γράμμα ανέφερε πως έπρεπε να παρουσιαστώ στο Β΄ Γραφείο Αρένων για αντικατάσταση προσωπικού. Βγήκα στον δρόμο. Ο κόσμος ήταν πολύ ανήσυχος. Τότε έγινα μάρτυρας ενός αξέχαστου περιστατικού. Μια μάνα είχε τέσσερα παλικάρια. Ένα – ένα έβγαινε από την εξώπορτα. Εκείνη τα σταύρωνε από το μπαλκόνι, μάζευε τα δάκρυά της και έμπαινε πάλι μέσα να ετοιμάσει το επόμενο.
Ο κόσμος, όπως σας είπα, ήταν ανήσυχος. Ωστόσο δεν υπήρχε απογοήτευση. Υπήρχε ένα ιδανικό, μια εμπιστοσύνη, μια υπευθυνότητα και μια ελπίδα ότι εμείς θα νικήσουμε. Πιστεύαμε στην Παναγία, την οποία βλέπαμε ζωγραφισμένη παντού, στους τοίχους, στα παράθυρα, ακόμη και στη φαντασία μας. Αυτή μας οδηγούσε, η Παναγία η Οδηγήτρια».
Πώς συμπεριφέρθηκαν οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη
Η περίπτωση του Στυλιανού Πάγκαλου τέλος είναι διαφορετική, καθώς όταν ξέσπασε ο πόλεμος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και μεταφέρει μέρος από το κλίμα που βίωσε ο εκεί ελληνισμός. «Γεννήθηκα το 1923 στην Κωνσταντινούπολη. Στο άκουσμα του πολέμου ο ελληνισμός της Πόλης αντέδρασε με ενθουσιασμό. Τρέξαμε στο ελληνικό προξενείο να δηλώσουμε εθελοντές. Είμασταν τόσοι πολλοί, που το κτίριο γέμισε ασφυκτικά. Εμένα δεν με πήραν τότε γιατί ήμουν μικρός, μόλις 17 ετών. Οι Τούρκοι πολίτες αντέδρασαν στο γεγονός της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου με απάθεια» αναφέρει. Και προσθέτει: «Πολλοί μάλιστα αγνοούσαν και το ίδιο το γεγονός.
Η τουρκική κυβέρνηση έκανε το εξής κόλπο. Τα πρωινά ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός γέμιζε από στρατιώτες οι οποίοι επιβιβάζονταν στα τρένα. Πήγαιναν τάχα στα σύνορα να βοηθήσουν τους Έλληνες. Μόλις όμως σκοτείνιαζε τα τρένα, με τα βαγόνια κλειστά ώστε να μη φαίνονται οι στρατιώτες, επέστρεψαν στον σταθμό».
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.