Δουλειά, άγχος, τρέξιμο, υποχρεώσεις, είναι μόνο μερικές από τις συνιστώσες που απαρτίζουν την καθημερινότητά μας, ωθώντας μας τις περισσότερες φορές στο να χαρακτηρίσουμε τους ρυθμούς της, φρενήρεις. Για κάθε κουραστική μέρα όμως, υπάρχει πάντα το «καταφύγιο του σπιτιού. Βάζεις το κλειδί , ξεφορτώνεσαι ό,τι σε βαραίνει και εναποθέτεις το «κουφάρι» σου στον καναπέ, για τις πολυαναμενόμενες στιγμές χαλάρωσης.
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Βέβαια για πολλές «αόρατες» ψυχές η καθημερινότητά επιβάλλει τελείως διαφορετικές υποχρεώσεις από τις συνήθεις και αυτό το «καταφύγιο» δεν υπάρχει… Το μόνο που υπάρχει, είναι η ζωή στο δρόμο, ή στην καλύτερη περίπτωση στη στέγη φιλοξενίας κάποιου ξενώνα.
Στην Αθήνα του 2015, οι νεοάστεγοι, σαν σύγχρονοι πρωταγωνιστές του «Περιμένοντας τον Γκοντό», του Μπέκετ, φαίνεται να έχουν αντιληφθεί στο έπακρο την ματαιότητα της ζωής, την απελπισία, τον πραγματικό αγώνα για επιβίωση ακόμα και για ένα κομμάτι ψωμί, την απέλπιδα προσπάθεια να γαντζωθείς από κάτι που κατ’ ουσία δεν υπάρχει ή δεν θα σου δοθεί ποτέ…
Κι αν μέχρι πρότινος οι άστεγοι της πρωτεύουσας και ολόκληρης της χώρας συνήθιζαν να χαρακτηρίζονται ως «παραβατικοί, τοξικομανείς ή ψυχικά ασθενείς», τα τελευταία χρόνια άστεγος σημαίνει και ο χθεσινός «νοικοκύρης», αφού η οικονομική κρίση δημιούργησε την νέα γενιά αστέγων με ταυτόχρονη έκρηξη του αριθμού τους. Οι ιστορίες που κατά διαστήματα έχουν δει το φως της δημοσιότητας κάνουν λόγο για οικογενειάρχες που ζουν σε αυτοκίνητα, για ανθρώπους που κοιμούνται κάτω από γέφυρες, σε πλατείες, υπόγειες στοές, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές εκείνες που το τέλος τους χαρακτηρίζεται κάτι παραπάνω από τραγικό. Μια τέτοια κατάληψη, που προκάλεσε θλίψη και προβλημάτισε ταυτόχρονα την κοινή γνώμη, ήταν και σημερινή περίπτωση του άστεγου άντρα, αγνώστων στοιχείων, που απανθρακώθηκε βάζοντας φωτιά σε κάδο στην περιοχή των Αμπελοκήπων, στην προσπάθειά του να ζεσταθεί.
Παρόλο που τα κέντρα φιλοξενίας των δήμων και παρόμοιες κοινωνικές δομές ενεργοποιήθηκαν λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών εκείνος δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να φιλοξενηθεί. Και σίγουρα η περίπτωσή του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σπάνια. Τα παραδείγματα των «αόρατων» ανθρώπων που συνήθισαν τους κινδύνους του δρόμου ή δεν έχουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά για να επωφεληθούν των δομών που υπάρχουν είναι πολλά. Κάπως έτσι είναι και η ιστορία του Τάσου, του άστεγου του Κολωνακίου, ο οποίος εδώ και 7 μήνες ζει στην κεντρική πλατεία της έκπτωτης, πλέον, βασίλισσας των Αθηναϊκών συνοικιών με την ελπίδα να καταφέρει να επιβιώσει. Όπως θα περίμενε κανείς, η ιστορία του έχει όλη την τραγικότητα που απαιτείται για να μετατραπεί σε λογοτεχνικό δημιούργημα ή να αναπαραχθεί στη μικρής οθόνης. Τo newsbeast.gr βρέθηκε εκεί και συνομίλησε με τον άστεγο του Κολωνακίου, μιας συνοικίας που δεν μας είχε συνηθίσει σε παρόμοια παραδείγματα.
«Ζω κάτω από την πλατεία εδώ και 7 μήνες. Φυσικά και το μέρος δεν το επέλεξα τυχαία. Δεν ήθελα να πάω στο κέντρο για να μην ξαναμπλέξω. Είμαι εδώ και πολλά χρόνια καθαρός και ό,τι κατάφερα, το κατάφερα μόνος μου χωρίς βοήθεια» μας λέει χαρακτηριστικά, δείχνοντας μας τα χέρια του προς απόδειξη των λόγων του.
Ο Τάσος είναι 28 ετών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Σαλαμίνα, με τον παππού του και την γιαγιά του. Οι γονείς του ζουν αλλά δεν τους αγαπά, δεν θέλει να έχει καμία επαφή μαζί τους -τον εγκατέλειψαν και χώρισαν προτού ακόμα γίνει ενός χρόνου- για την ακρίβεια δεν θέλει καν να τους θυμάται. Έχει άλλα 5 αδέρφια, μόνο με μια αδερφή έχουν και τους δύο γονείς ίδιους. Δε θυμάται πόσα χρόνια έχει να τη δει, βρήκε τον άντρα της ζωής στα δεκαέξι και τους εγκατέλειψε όλους.
Δεν τον παρέσυρε κανείς, θέλησε απλά να δοκιμάσει και γλυκάθηκε. Μετά από λίγο καιρό η γλύκα μετατράπηκε σε πόνο, και μάλιστα αφόρητο. Όσο ήταν χρήστης βέβαια δεν έμενε στον δρόμο και ναι τα κατάφερε να ξεμπλέξει με τις δικές του δυνάμεις, χάρη στην ισχυρή του θέληση και στην αγάπη μιας γυναίκας. Ακόμα και σήμερα που η γυναίκα αυτή δεν υπάρχει στη ζωή του, δεν επιθυμεί να ξαναμπλέξει, θέλει κι ελπίζει να μείνει καθαρός.
Τη στιγμή που του αναγνωρίζουμε πως το βήμα που έκανε ήταν σπουδαίο, γυρίζει το κεφάλι από την άλλη. Είναι από εκείνους που δεν τους αρέσει να τους βλέπουν οι άλλοι να βουρκώνουν. Λίγα λεπτά αργότερα ομολογεί πως υπάρχουν στιγμές που νιώθει τόσο κουρασμένος πως έχει ζήσει πολλά περισσότερα χρόνια από όσα έχουν περάσει στην πραγματικότητα…
Για την «καταπληκτική κοπέλα» της ζωής του, όπως την χαρακτηρίζει, δεν θέλει να πει πολλά. Ζούσαν μαζί, με τα παιδιά της από τον πρώτο γάμο, εκείνος τότε είχε ανεξαρτητοποιηθεί, δούλευε στο μεροκάματο, ό,τι έβγαζε το έδινε στο σπίτι, εκείνη τον «φρόντιζε όσο κανείς άλλος δεν τον έχει φροντίσει μέχρι τώρα» αναφέρει πριν κάνει μια ακόμα μικρή παύση ολίγων λεπτών για να κρύψει την συγκίνηση.
Με τους γονείς του δεν είχε καμία επαφή, αλλά τους «αναδόχους» του, τον παππού και την γιαγιά, τους επισκεπτόταν όσο τακτικά το επέτρεπε η καθημερινότητα. Αυτό μέχρι τη στιγμή που «ενός κακού μύρια έπονται»…
Πριν περίπου δύο χρόνια πέθανε ο παππούς του, τα χρέη είχαν ήδη συσσωρευτεί, η γιαγιά του στη συνέχεια νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο, οι τιμές του σακχαρώδη διαβήτη ήταν τόσο υψηλές που οι γιατροί αναγκάστηκαν να της ακρωτηριάζουν και τα δύο κάτω άκρα. Δεν μπορούσε πλέον κανένας να την φροντίσει.
Την συνέχεια της ιστορίας δεν είναι δύσκολο να την φανταστεί κανείς. Ο Τάσος επιστρέφει στο σπίτι για να την φροντίσει γνωρίζοντας βέβαια πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, δεν μπορούσε να δουλέψει, σύνταξη δεν υπήρχε, πρώτα κόπηκε το ρεύμα, στη συνέχεια το νερό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πλύνει ούτε τα τραύματά της.
«Το να την βάλω σε γηροκομείο δεν ήταν επιλογή αλλά επιτακτική ανάγκη για να μπορέσει να κρατηθεί στη ζωή. Μετά τι να κάνω έτρεξα όσο πιο μακριά μπορούσα. Το σπίτι μπορεί να το έχει πάρει ήδη η τράπεζα, αλλά ούτως ή άλλως δεν μου ανήκε. Δουλειά δεν μπορώ να βρω δεδομένου πως δεν έχω κάποια ειδίκευση. Ακόμα και στην ενορία που επισκέπτομαι μια φορά την εβδομάδα για το συσσίτιο, ζήτησα να κάνω τις καθημερινές εργασίες, να φροντίζω τον κήπο κλπ, αλλά είχαν κάποιον αλλοδαπό που ήδη απασχολούνταν εκεί. Κάπως έτσι ζω εδώ και η αλήθεια είναι πως δεν ελπίζω και πολλά για το μέλλον».
Κάποιες ώρες της ημέρας ζητιανεύει, τις υπόλοιπες γυρνάει στα γύρω μαγαζιά μήπως φαγητό περασμένων ημερών.
«Αν και έχω πρόβλημα με τα δόντια μου και δε μπορώ να μασήσω εύκολα, το μπαγιάτικο είναι πάντα σκληρό» αναφέρει. Κι αλήθεια είναι πως τα δόντια του είναι ίσως και το μόνο πάνω του που θυμίζει πως κάποτε έζησε στον σκληρό κόσμο των εξαρτησιογόνων ουσιών. «Ρούχα μου δίνουν οι “γείτονες” και μερικοί από αυτούς μου επιτρέπουν να κάνω κατά διαστήματα ένα μπάνιο στο σπίτι τους. Για τις υπόλοιπες ανάγκες επισκέπτομαι τα καταστήματα. Δεν μπορώ να πω πως δεν με βοηθάνε, εκείνο που χρειάζομαι όμως πραγματικά είναι δουλειά κι όχι ελεημοσύνη» λέει και μια ακόμα παύση ακολουθεί. Η αποφυγή της λύπησης είναι και ο λόγος που δεν επιθυμεί να φωτογραφηθεί.
Παρά το κρύο, οι ξενώνες φιλοξενίας δεν είναι για εκείνον επιλογή, αφού στις μετακομίσεις και στην άτακτη φυγή από την σκληρή πραγματικότητα, έχασε την ταυτότητά του. Για να εκδώσει καινούργια πρέπει να ταξιδέψει μέχρι την Σαλαμίνα, «πράγμα που δεν θέλει καν να σκέφτεται», για το πιστοποιητικό γέννησης, να βγάλει φωτογραφίες και να προχωρήσει τις διαδικασίες. Για όλα αυτά βέβαια απαιτούνται χρήματα που δεν έχει.
Κάπως έτσι, παραμένει εδώ, ελπίζοντας να ζεστάνει γρήγορα ο καιρός, τακτοποιεί τα λιγοστά υπάρχοντά του, τα περισσότερα προερχόμενα από δωρεές περαστικών ή κατοίκων της περιοχής και προετοιμάζει την ομπρέλα που θα βάλει μπροστά από το πρόσωπό του ενώ κοιμάται για την περίπτωση που πιάσει βροχή ή χιόνι. Ο καιρός που ετοιμάζεται να σκληρύνει κι άλλο είναι και ο λόγος που πρέπει να μας αφήσει, να τρέξει για τον επιούσιο…
«Ελπίζουμε όλα να πάνε καλύτερα» είναι η φράση που ξεστομίζουμε διστακτικά και στο άκουσμά της γελάει, ίσως και λίγο ειρωνικά, όχι μαζί μας, με την μοίρα του όπως διευκρινίζει. Καθώς απομακρυνόμαστε μας ευχαριστεί για την ωραία παρέα…