«Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Κώδικα για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων (Ν. 3850/2010) ο εργοδότης αναλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις, με σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας που απασχολούμενου προσωπικού.
Γράφει ο Γιάννης Καρούζος*
Εξίσου, όμως, και ο εργαζόμενος, βάσει του άρθρου 49 παρ. 1 (Ν. 3850/2010), όχι μόνο υποχρεώνεται να εφαρμόζει τους ακολουθούμενους στην επιχείρηση κανόνες υγείας και ασφάλειας, αλλά και να προσέχει την προσωπική ασφάλεια και υγεία του και να μεριμνά για την υγεία και ασφάλεια των συναδέλφων του κατά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας. Καθίσταται φανερό ότι η διαμόρφωση και η διατήρηση της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων στην επιχείρηση επιβάλλεται να αντιμετωπίζεται με πνεύμα αγαστής σύμπνοιας από τις δύο πλευρές.
Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δε συμμορφώνεται με τα πρωτόκολλα της επιχείρησης περί ασφάλειας και υγείας και αναζητούνται τα περιθώρια αντίδρασης της εργοδοτικής πλευράς για την μη τήρηση αυτών. Η συμπεριφορά του εργαζομένου χαρακτηρίζεται από νομική άποψη ως πλημμελής εκπλήρωση και ο εργοδότης μπορεί, αρχικά, να υποδείξει στον εργαζόμενο τη μη τήρηση των μέτρων υγείας και ασφάλειας και να τον προειδοποιήσει για μελλοντικές κυρώσεις σε περίπτωση επανάληψης.
Στη συνέχεια ο εργοδότης μπορεί, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας λόγω της επιδεικνυόμενης αθέτησης, να ζητήσει χρηματική αποζημίωση για τη βλάβη που υπέστη κατά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας (άρθρο 652 ΑΚ). Η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να είναι πλήρης, αλλά μπορεί να είναι μειωμένη μέσω δίκαιης κατανομής της ζημίας ανάλογα με τις συνθήκες πρόκλησής της. Η παραπάνω δίκαιη κατανομή συνιστά έργο των δικαστηρίων.
Ακολούθως, ο εργοδότης μπορεί να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία ασκώντας πειθαρχική δίωξη εναντίον του εργαζομένου και να του επιβάλλει πειθαρχική ποινή. Αναγκαία προϋπόθεση άσκησης της πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του εργαζομένου είναι η πρόκληση δυσλειτουργίας στην επιχείρηση. Τέλος, δε θα μπορούσε να αποκλειστεί η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας, ειδικά στις περιπτώσεις υποτροπής του εργαζομένου αναφορικά με τη μη τήρηση των παραπάνω μέτρων στο πλαίσιο της επιχείρησης.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εργοδοτική πλευρά διαθέτει σημαντικές νομικές δυνατότητες να αντιδράσει στην περίπτωση που εργαζόμενος δεν τηρεί τα μέτρα υγείας και ασφάλειας της επιχείρησης. Δε θα πρέπει να παραβλέπεται, όμως, ότι η άσκηση των δικαιωμάτων θα πρέπει να διαπνέονται από την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή, να προτιμάται ανάμεσα στα περισσότερα δικαιώματα η άσκηση εκείνου που ικανοποιεί τον επιδιωκόμενο σκοπό λαμβάνοντας υπόψη και τα έννομα συμφέροντα του άλλου μέρους, δηλαδή του εργαζομένου».
*Ο Γιάννης Καρούζος είναι δικηγόρος – εργατολόγος