Η Ειρήνη Μάλεση είναι η νεαρή κάτοικος της Βαρυμπόμπης και εθελόντρια πυροσβέστης στην ομάδα «Φίλοι του Δάσους», η οποία προκάλεσε ρίγη συγκίνησης σε όσους είδαν την ανάρτηση του video της με το σπίτι της να καίγεται ενώ η ίδια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της μονολογώντας «Το σπίτι μου»… Η ίδια έδωσε μια συνταραχτική περιγραφή στο Newsbeast για την εμπειρία της την ημέρα που ξεκίνησε να καίγεται η Βαρυμπόμπη και μαζί και το σπίτι της, για την πολυήμερη μάχη που έδωσε απέναντι στη φωτιά αλλά και για την απουσία των πυροσβεστικών μέσων, σε αντίθεση με τη μεγάλη παρουσία των αστυνομικών.
της Δήμητρας Τριανταφύλλου
«Είμαι 24 χρονών και μένω στην Βαρυμπόμπη εδώ και 14 χρόνια. Έγινα μέλος του ΔΑΚ-Όμιλος Φίλων του Δάσους πριν από 3 χρόνια. Η βάση μας είναι στο Κατσιμίδι και δρούμε σε Βαρυμπόμπη, Πάρνηθα, Κατσιμίδι, Δροσοπηγή, Κρυονέρι και Ιπποκράτειο Πολιτεία.
Είμαι μάχιμη, στην κατάσβεση, στην πρώτη γραμμή. Πέρασα την εκπαίδευση και πήρα το πιστοποιητικό από την Πυροσβεστική πριν από 2 χρόνια. Το όνειρο μου ήταν να γίνω Πυροσβέστης. Τελικά ασχολήθηκα με το μίνι μάρκετ που διατηρεί η οικογένεια μου στην πλατεία της Βαρυμπόμπης και αποφάσισα ότι το όνειρο μου θα το κάνω μέσα από τον εθελοντισμό.
Στη φωτιά που ξέσπασε την περασμένη Τρίτη στη Βαρυμπόμπη βρέθηκα στη μάχη από την πρώτη στιγμή στη 13.00 το μεσημέρι. Με δύο οχήματα του ομίλου βρεθήκαμε απέναντι από το Τατόϊ Club όπου έκαιγε μια πρώτη μεγάλη εστία. Μετά ήρθε και άλλο ένα όχημα και το δωδεκάτονο που διαθέτουμε για νερό.
Πρώτη φορά βρέθηκα αντιμέτωπη με τις φλόγες, πρόσωπο με πρόσωπο. Πρώτη φορά βρέθηκα μέσα στην καρδιά της φωτιάς. Πρώτη μέρα που βρέθηκα στη μάχη κάηκε και το πατρικό μου σπίτι. Ήταν από τα πρώτα σπίτια που κάηκαν. Είχα ενημερώσει τον πατέρα μου και την αδελφή μου να το εγκαταλείψουν πριν ακόμα φτάσει το sms για εκκένωση γιατί έβλεπα τι γινόταν. Πήραν γρήγορα το σκυλί μας τη Lucy και έφυγαν. Η μαμά μου ήταν στο μαγαζί και έφυγε και αυτή.
Γύρω στις 17.00 με 18.00 το είδα να φλέγεται. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το είδα. Για λίγο, έπεσα κάτω στο έδαφος και έκλαιγα. Λύγισα. Σκεφτόμουν: ‘καταστρέφεται το σπίτι μου, τα όνειρά μου, οι αναμνήσεις μου, δεν θα έχω κάτι να θυμάμαι, δεν μπορώ να πάρω ένα προσωπικό αντικείμενο, μια φωτογραφία‘.
Ο μπαμπάς μου λέει ότι δεν έχει μια φωτογραφία από εμένα και την αδελφή μου όταν ήμασταν μικρές. Δεν περιγράφεται το συναίσθημα.
Δεν κάθισα όμως στο σημείο. Μέσα σε λίγα λεπτά κατάλαβα ότι ήταν χαμένη υπόθεση, ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Και να καθόμουν εκεί δεν θα άλλαζα κάτι. Αποφασίσαμε με την ομάδα να προχωρήσουμε και να σώσουμε άλλα σπίτια. Το σπίτι όμως δεν έφευγε από το μυαλό μου στιγμή.
Προσπαθούσα να το βάλω στην άκρη του μυαλού μου και όσο κάναμε κατασβέσεις για να σώσουμε ο, τι μπορούσαμε όντως έμενε για λίγο στην άκρη. Την ίδια μέρα, την πρώτη μέρα της φωτιάς, στο παρά ένα σώσαμε και το μίνι μάρκετ που έχει η οικογένειά μου στην πλατεία αλλά και τα διπλανά του κτίρια.
Αργά το βράδυ ξαναπέρασα από το σπίτι μου και τότε τράβηξα το video.
Τράβηξα το video και το ανέβασα στο facebook για να δείξω σε όσους περνούσαν το ίδιο με εμένα ότι είμαστε και άλλοι στην ίδια κατάσταση, ότι πολλοί ζούμε το ίδιο δράμα. Είναι ανακουφιστικό να ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος.
Επίσης, τράβηξα το video γιατί δεν ήθελα να το ξεχάσω ότι το έζησα από κοντά. Από τη μια ήθελα να το ξεχάσω, από την άλλη όχι. Ήθελα μέσα από αυτό το video να θυμάμαι τι πέρασα, τι ζούσα εκείνες τις ημέρες.
Η δεύτερη μεγάλη αναζωπύρωση στη Βαρυμπόμπη, η «μοναχική» κατάσβεση και η αστυνομική αυθαιρεσία
«Φύγαμε από εκεί και συνέχιζα να σβήνω φωτιές καθ’ όλη τη διάρκεια του βραδιού, μέχρι την επόμενη το πρωί. Δεν κοιμήθηκα καθόλου. Τη δεύτερη μέρα κοιμήθηκα για 2 ώρες στις εγκαταστάσεις του Ομίλου και ξαναβγήκα στις φωτιές. Έσβηνα μέχρι την Παρασκευή το πρωί.
Στη δεύτερη μεγάλη αναζωπύρωση την Πέμπτη, αναγκαστήκαμε να εκκενώσουμε το κτίριο του Ομίλου, το οποίο απειλούνταν για άλλη μια φορά. Σκέφτηκα: ‘πάλι από την αρχή;’ Συμμετείχαμε για λίγο στην κατάσβεση και μετά πήγα στο σπίτι ενός φίλου μας στην περιοχή για να ξεκουραστούμε. Η φωτιά έφτασε κάποια στιγμή στην πλάτη του σπιτιού. Εκκενώσαμε και αυτό το σπίτι. Κάηκε και αυτό ολοσχερώς σαν το δικό μου.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όλες αυτές τις ημέρες της κατάσβεσης, οι εθελοντές, για πολλές ώρες ήμασταν μόνοι μας στο μέτωπο. Δεν βλέπαμε Πυροσβεστική γύρω μας πουθενά. Δεν φταίνε βέβαια οι άνθρωποι αν δεν επαρκούν. Εντολές εκτελούν.
Μόνο αστυνομικούς, και μάλιστα πολλούς, βλέπαμε στη Βαρυμπόμπη. Σε κάποιες περιπτώσεις προσπάθησαν με τη βία να βγάλουν κόσμο από το σπίτι του, κόσμο που ήθελε να μείνει πίσω και να υπερασπιστεί την περιουσία του. Φίλοι μου έφαγαν ξύλο από αστυνομικούς γιατί δεν ήθελαν να φύγουν».
Η επόμενη μέρα στο «γκρίζο χωριό»
«Τώρα, μένουμε σε κάτι φίλους μας στο απέναντι ακριβώς σπίτι, οι οποίοι μας φιλοξενούν μέχρι να μπούμε ξανά σε μια σειρά. Το σπίτι μας θα το ξαναφτιάξουμε από την αρχή, από το μηδέν. Θα μπουν μπουλντόζες θα ρίξουν ο, τι έμεινε και θα το πιάσουμε από την αρχή σιγά σιγά. Ήρθαμε στην Βαρυμπόμπη όταν εγώ ήμουν 10 χρονών. Ήταν το όνειρο των γονιών μου να έρθουμε σε αυτή την περιοχή και να ζήσουμε μέσα στο δάσος.
Τώρα στη Βαρυμπόμπη τριγύρω βλέπεις μόνο μαυρίλα, ένα μεγάλο κομμάτι της περιοχής ‘έσβησε’. Είναι σα να ζούμε σε ένα γκρίζο χωριό. Εύχομαι πραγματικά να πρασινίσει γρήγορα. Η ζωή κάπως ξαναξεκινάει από αυτή την εβδομάδα- εγώ από σήμερα δουλεύω στο μίνι μάρκετ. Και ευτυχώς, στο κινητό μου και στο facebook μου διατηρώ μερικές οικογενειακές φωτογραφίες από την προηγούμενη δεκαετία.