Το «θέατρο» για τον 33χρονο πιλότο φαίνεται πως ξεκίνησε από την στιγμή που «έστησε» το σκηνικό της εισβολής των ληστών στην μεζονέτα των Γλυκών Νερών. Το σχέδιο συγκάλυψης του εγκλήματος του πήρε σάρκα και οστά τη στιγμή που ειδοποίησε την αστυνομία αλλά και την γειτόνισσα του εκλιπαρώντας για βοήθεια. Με δεδομένη, πλέον, την ομολογία της δολοφονίας της άτυχης Καρολάιν αποκαλυπτικές, για τον τρόπο που επιχείρησε να ξεγλιστρήσει ο κατηγορούμενος, είναι οι καταθέσεις των αστυνομικών που έσπευσαν στο σπίτι αλλά και της γειτόνισσας που βγήκε πανικόβλητη και έβαλε το κινητό της σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούσουν οι αστυνομικοί τον 33χρονο που “μούγκριζε” ζητώντας βοήθεια.
Όπως καταθέτουν οι αστυνομικοί από την πρώτη στιγμή κατάλαβαν πως «το σήμα ήταν σοβαρό» και για το λόγο αυτό σε σύντομο διάστημα έφτασαν στη μεζονέτα αποφασισμένοι να μπουν «με οποιοδήποτε τρόπο».
Οι αστυνομικοί περιγράφουν πως έψαξαν τον έναν μετά τον άλλο τους ορόφους μέχρι να φτάσουν στη σοφίτα.
«Καθ όλη τη διάρκεια του ελέγχου που κάναμε ακούγαμε μια φωνή από τους πάνω ορόφους του σπιτιού να φωνάζει βοήθεια χωρίς όμως είναι να είναι καθαρά αυτά που λέει», καταθέτει ένας εκ των αστυνομικών με τον δεύτερο να συμπληρώνει ότι άκουσε «μια αντρική φωνή η οποία ακουγόταν σαν να είναι φιμωμένη, και η οποία φώναζε «βοήθεια» και μας καλούσε να σπάσουμε την πόρτα ώστε να μπούμε στο σπίτι».
Οι αστυνομικοί αναφέρονται και στην σοκαριστική εικόνα του νεκρού σκύλου λέγοντας: «Προσπαθήσαμε να ανέβουμε στον πάνω όροφο και στο κάγκελο της σκάλας είδαμε κρεμασμένο το σκυλί με το λουρί του».
«Ένα μωρό με κοίταζε χωρίς να κλαίει»
Η επόμενη εικόνα που αντίκρισαν ήταν το “σκηνικό” που ο ίδιος ο πιλότος είχε στήσει σε μια προσπάθεια παραπλάνησης των αρχών. Την νεκρή Καρολάιν στο κρεβάτι και το μωρό της να τους κοιτάζει χωρίς να κλαίει…
Ο αστυνομικός που μπήκε πρώτος στη σοφίτα στην κατάθεση του περιγράφει τι αντίκρισε αναφέροντας: «Μπαίνοντας είδα στο κρεβάτι του δωματίου μια γυναίκα να είναι μπρούμυτα δεμένη πισθάγκωνα με ένα ρούχο. Η γυναίκα αυτή φορούσε μόνο το κάτω εσώρουχο. Μισό πάνω στην γυναίκα και μισό στο κρεβάτι ήταν ένα μωρό το οποίο με κοίταζε χωρίς να κλαίει».
Το… ρεσιτάλ ηθοποιίας συνεχίστηκε και μπροστά στους αστυνομικούς καθώς ο ένας αναφέρει ότι ο 33χρονος του έδωσε «την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε». Ωστόσο, σημειώνει ότι «η ταινία από τα μάτια έπεσε μόνη της».
Αλλά και ο δεύτερος αστυνομικός καταθέτει ότι παρατήρησε πως «ενώ η κολλητική ταινία στο λαιμό του άντρα ήταν σφιχτά δεμένη στο σώμα και τα μάτια ήταν πιο χαλαρά δεμένη».
«Μόλις τον έλυσα, σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά το μωρό»
Στην μαρτυρία του ο αστυνομικός περιγράφει: «Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι αριστερά του κρεβατιού όπως κοιτάζουμε από την πόρτα υπήρχε ένας άντρας, οποίος ήταν δεμένος χειροπόδαρα με ένα λευκό σπάγκο, με μέτωπο στο κρεβάτι. Για να καταλάβετε καλύτερα τα χέρια και τα πόδια του άντρα ήταν δεμένα μαζί και προς το σώμα. Δεν ήταν δεμένα πίσω. Επίσης υπήρχε μονωτική ταινία χρώματος καφέ δεμένη στο λαιμό αρκετές φορές αρκετά σφιχτά στο στόμα τουλάχιστον 4-5 φορές και μια φορά περασμένη στα μάτια. Πλησίασα τον άντρα οποίος ήταν σε κατάσταση πανικού και με ένα σουγιά έκοψα προσεκτικά την ταινία αρχικά στο λαιμό και μετά στο στόμα. Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε. Η ταινία από τα μάτια έπεσε μόνη της. Άφησα την ταινία δίπλα και ξεκίνησα να κόβω τον σπάγκο στα χέρια και στα πόδια με τον ίδιο σουγιά. Δίπλα απ’ το κεφάλι του άντρα υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο ανοιχτό. Μόλις τον έλυσα, σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά το μωρό. Μας είπε ότι μπήκαν μέσα με όπλα τρεις άντρες , ο ένας κρατούσε πιστόλι και ο άλλος περίστροφο, και του ζήτησαν λεφτά. Μας ρώτησε επίσης αν σκότωσαν τη γυναίκα του αφού τους είπε που είναι τα λεφτά…»
«Είχα μεγάλη ένταση»
“Είχα μεγάλη ένταση” παραδέχεται στην κατάθεση του ο αστυνομικός ο οποίος συγκλονισμένος πήρε στα χέρια του το μωρό το οποίο βρισκόταν επάνω στην νεκρή μητέρα του “ήσυχο και δεν έκλαιγε”.
“Πήρα το μωρό στα χέρια μου, το σκέπασα με μια κουβέρτα που πήρα από την κούνια του, η οποία βρισκόταν δεξιά από το κρεβάτι και κατέβηκα στο ισόγειο. Άνοιξα την κεντρική είσοδο του σπιτιού και βγήκα έξω από το σπίτι. Νομίζω πως η πόρτα του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη και πως απλά κατέβασα το χερούλι για να βγω αλλά δεν το θυμάμαι καλά γιατί εκείνη τη στιγμή είχα μεγάλη ένταση…” περιγράφει.
«Τον άκουσα να μουγκρίζει»
Θεατής της σκηνοθετημένης με κάθε λεπτομέρεια “παράστασης” έγινε και η γειτόνισσα του ζευγαριού η οποία ξύπνησε, όπως κατέθεσε, από έναν θόρυβο που δεν την ανησύχησε στις 4.20 τα ξημερώματα ενώ άκουσε τον σκύλο να κλαίει.
Η καθοριστική κλήση στο κινητό της από τον κατηγορούμενο έγινε στις 6:15 το πρωί. «Εγώ το σήκωσα και τότε τον άκουσα να μουγκρίζει. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε και του φώναζα να μιλήσει για να δω τι ήθελε». καταθέτει η γυναίκα η οποία στη συνέχεια ξύπνησε τον σύζυγο της αναστατωμένη.
«Μετά από ένα λεπτό το τηλέφωνο έκλεισε, τον κάλεσα ξανά και μου το σήκωσε. Πάλι, όμως , δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε», περιγράφει η γειτόνισσα στην πρώτη της κατάθεση και συνεχίζει: «Αποφάσισα να βγω έξω από το σπίτι και να πάω δίπλα για να καταλάβω τι έγινε. Έτσι λοιπόν βγήκα έξω και αμέσως με ακολούθησε ο άντρας μου. Την ώρα που βγήκαμε από το σπίτι έφτασαν κάποιοι αστυνομικοί. Τότε τους είπα πως στο δίπλα σπίτι υπάρχει ένας άνθρωπος που μάλλον χρειάζεται βοήθεια. Ακόμη έβαλα το κινητό μου τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούσουν οι αστυνομικοί . Μούγκριζε και έλεγε κάτι αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω…», ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω το κακό που έγινε…» καταλήγει στη κατάθεση της η γυναίκα.