Την άμεση απόσυρση της τροπολογίας που έχουν καταθέσει οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας για τον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τη συμμόρφωση της κυβέρνησης με την πρόσφατη απόφαση 2307/14 του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ζητά με επείγουσα επιστολή της προς τους υπουργούς Εργασίας, Οικονομικών και Δικαιοσύνης αλλά και στο σύνολο των Ελλήνων βουλευτών και ευρωβουλευτών η ΓΣΕΕ.
Η Συνομοσπονδία υποστηρίζει ότι «με την τροπολογία επέρχονται καίρια χτυπήματα και ορθώνονται νέα διαδικαστικά και λειτουργικά εμπόδια στη διαιτησία του ΟΜΕΔ, η οποία με τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν, δεν θα μπορεί να επιτελέσει το ρόλο της ως επικουρικού μηχανισμού στήριξης της συλλογικής αυτονομίας ούτε να εξασφαλίσει την ύπαρξη συλλογικών ρυθμίσεων».
Τα σημεία της τροπολογίας με τα οποία διαφωνεί η ΓΣΕΕ είναι, μεταξύ άλλων:
α) Η υποχρέωση αναφοράς στη διαιτητική απόφαση του περιεχομένου των κανονιστικών όρων άλλων συλλογικών συμβάσεων, που διατηρούνται σε ισχύ. Με τον τρόπο αυτό τίθενται ανυπέρβλητα προσκόμματα στη διατύπωση των «διατηρητικών ρητρών», που στερεότυπα αναφέρονται στις συλλογικές ρυθμίσεις, βάσει των οποίων τα μέρη της συλλογικής διαφοράς «κτίζουν» στους ήδη διαμορφωμένους όρους εργασίας και όχι σε κενό και από μηδενική βάση. Η ίδια υποχρέωση τίθεται και για την πρόταση του μεσολαβητή.
β) Η υποχρέωση του διαιτητή ή της Επιτροπής Διαιτησίας να λαμβάνει υπόψη επιπλέον στοιχεία, όπως την πρόοδο στη μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας και στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας καθώς και στοιχεία για τα οποία δεν υπάρχουν αξιόπιστες μελέτες και μετρήσεις (όπως για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και την οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων επιχειρήσεων της παραγωγικής δραστηριότητας). Με την επιβολή, με την προωθούμενη τροπολογία, υποχρέωσης λήψης υπόψη των στοιχείων που αναφέρονται παραπάνω, υπάρχει κίνδυνος να υπάρξει διεύρυνση των ορίων του δικαστικού ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίες, ενδεχομένως, θα προσβάλλονται δικαστικά και για τυχόν ελλείψεις των παραπάνω στοιχείων.
γ) Προβλέπεται η συγκρότηση Πενταμελούς Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας, η οποία θα κρίνει εφέσεις κατά των διαιτητικών αποφάσεων, των οποίων η εκτελεστότητα θα αναστέλλεται μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης. Επανερχόμαστε έτσι σε ένα σύστημα που προσομοιάζει με το προγενέστερο του Ν. 1876/1990 καθεστώς. Με τη ρύθμιση αυτή, κάμπτεται, αυτόματα, η άμεση εκτελεστότητα της διαιτητικής απόφασης και η επέλευση των συνεπειών της, ενώ καθιερώνεται ένα νέο στάδιο κρίσης, από όργανο, στο οποίο την πλειοψηφία έχουν ανώτατοι δικαστές και σύμβουλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (η επιτροπή απαρτίζεται από δύο διαιτητές του ΟΜΕΔ, δύο ανώτατους δικαστές , έναν του ΣτΕ και έναν του Αρείου Πάγου καθώς και έναν Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους).
δ) Στην περίπτωση των διαιτητικών αποφάσεων που κρίνονται από τη δευτεροβάθμια επιτροπή διαιτησίας, ο δικαστικός έλεγχος που τυχόν ακολουθήσει, στερείται του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αφού οι σχετικές αγωγές κατά του κύρους τους ασκούνται ενώπιον του Εφετείου και όχι του Πρωτοδικείου. Παρακάμπτεται με τον τρόπο αυτό ο πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας και παραβιάζεται το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος για παροχή έννομης δικαστικής εξουσίας.
ε) Οι όροι που ρυθμίζει η διαιτητική απόφαση απαγορεύεται να έρχονται σε αντίθεση ή να τροποποιούν διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Η γενικότητα της διάταξης είναι πιθανό ότι θα προκαλέσει προβλήματα σε σχέση με τη θεμελιώδη αρχή της επικουρικότητας της κρατικής ρύθμισης και τη δυνατότητα των μερών να συνομολογούν όρους εργασίας ευνοϊκότερους από αυτούς που ρυθμίζει ο νομοθέτης. Επιπλέον, περιορίζεται η ευχέρεια των διαιτητών να μην εφαρμόζουν προφανώς αντισυνταγματικές διατάξεις, δυνατότητα που έχει και ο τελευταίος δημόσιος υπάλληλος, σύμφωνα με τον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα.
στ) Η προωθούμενη τροπολογία καταλαμβάνει και εκκρεμείς καθώς και περατωμένες υποθέσεις. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι προσδίδεται στις νέες ρυθμίσεις, ανεπίτρεπτα, αναδρομική ισχύς, ώστε το νέο δίκαιο να ισχύσει και για προσφυγές που έχουν κατατεθεί στον ΟΜΕΔ και δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση διαιτησίας καθώς και για υποθέσεις που έχουν περατωθεί, έχουν δηλαδή εκδοθεί και κοινοποιηθεί αποφάσεις διαιτησίας, μετά την έκδοση της απόφασης 2307/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ. Στις υποθέσεις αυτές η προθεσμία έφεσης ενώπιον της πενταμελούς επιτροπής Διαιτησίας αρχίζει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευση του νέου νόμου.
Την απόσυρση ή τη διόρθωση της επίμαχης τροπολογίας, ζητά με ανακοίνωσή της και η ΔΑΚΕ που ζητά να ξαναγίνει ο ΟΜΕΔ «ένας βασικός μοχλός για τη διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης και δικαιοσύνης».