«Καθαρά εισπρακτικό μέτρο» χαρακτηρίζει, το Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων, την υποχρεωτική καταβολή παραβόλου 200 ευρώ προκειμένου οι πολίτες να ασκήσουν έφεση σε δικαστική απόφαση.
Μάλιστα, το δικαστήριο προχωρά ένα ακόμη βήμα, μιλά για αντισυνταγματικές και ανίσχυρες διατάξεις, υπογραμμίζοντας πως η απόφαση αυτή, έχει ως αποτέλεσμα, στη σημερινή οικονομική κατάσταση, να εμποδίζει τη πρόσβαση στη δικαιοσύνη μεγάλου μέρους των ελλήνων πολιτών.
Το δικαστήριο εκδίκασε έφεση κατά αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου, για την οποία δεν είχε καταβληθεί παράβολο με το σκεπτικό ότι οι σχετικές διατάξεις «θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη».
Το εφετείο (δικαστής-εφέτης Λάμπρος Καρέλος) θεωρεί «ανεφάρμοστες τις συγκεκριμένες διατάξεις επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος), καθόσον προβλέποντας αδιακρίτως το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ΄αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ΄αυτούς που μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Τα ίδια ισχύουν και ως προς το ενιαίο, ανεξάρτητο δηλαδή από αντικείμενο της διαφοράς, ύψος του παραβόλου».
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη δικαστική απόφαση: «Το ποσό των 200 ευρώ της αξίας του παραβόλου που αξιώνει για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της χώρας οικονομικό βάρος στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού».
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση το σχετικό παράβολο είναι «καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημόσιων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί».
Όπως επισημαίνεται, «ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη λόγω ένδειας». Και με την απόφαση του το δικαστήριο υπογραμμίζει ότι «αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη ήταν η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης και όχι ο ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός διότι εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του, έναντι των ιδιωτών και παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας όπως την κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και το άρθρο 4 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το δημόσιο αφού με ελάχιστες, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις το σύνολο των υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικο διέρχεται απ΄όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γι’ αυτό.
Αν και οι ο κοινός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση των ενδίκων μέσων, η απόφαση θεωρεί, ότι για να είναι ανεκτές αυτές οι προϋποθέσεις, πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται (σ.σ δικαστική προστασία)».