Η Βικτόρια Χίσλοπ έγινε γνωστή στην Ελλάδα μέσα από το Bestseller βιβλίο της, «Το νησί». Αξιόλογες πωλήσεις, οι οποίες οδήγησαν στη συνέχεια στη δημιουργία της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς στο MEGA. Δεν είναι μυστικό άλλωστε ότι η ίδια τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στη χώρα μας. Όπως άλλωστε εξομολογείται: «όταν βρίσκομαι εδώ νιώθω σαν να βρίσκομαι στην πατρίδα μου, στο σπίτι μου. Είναι μια παράξενη και ανεξήγητη αίσθηση, που όμως είναι τόσο αληθινή».
Πρόσφατα αγόρασε διαμέρισμα στα Πατήσια, γιατί η περιοχή της έδινε την αίσθηση της γειτονιάς. Ξέρει να γεύεται κάθε στιγμή της στην Ελλάδα, θυμίζοντάς μας με τον τρόπο της όλα όσα εμείς έχουμε ξεχάσει, αφοσιωμένοι στην καταπιεστική μας καθημερινότητα.
Σε συνέντευξή της στο Έθνος, περιγράφει την πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό της από την Ελλάδα: «Έχει να κάνει με το χρώμα. Δεν είναι ούτε κάποιο μνημείο, ούτε κάποιος δρόμος, ούτε ακόμα μία πόλη. Είναι το μπλε που κυριαρχεί στην Ελλάδα, ένα διάφανο μπλε χρώμα που το βρίσκει κανείς μόνο σε αυτήν τη χώρα». Θυμάται την πρώτη της επίσκεψη στη δεκαετία του ’70, όταν ήρθε με τη μητέρα της και την αδελφή της για τουρισμό. «Μαζί φτάσαμε στην Αθήνα πολύ αργά μία νύχτα του Ιουλίου. Φτάσαμε κουρασμένες, εξαντλημένες από τη ζέστη και αποπροσανατολισμένες. Κοιμηθήκαμε ελάχιστες ώρες και σηκωθήκαμε νωρίς το πρωί για να εξερευνήσουμε την άγνωστη για μας πόλη και να αρχίσουμε την περιπλάνησή μας στους δρόμους της. Τότε δεν υπήρχε το μετρό και θυμάμαι πως δεν βρίσκαμε πινακίδες γραμμένες σε καμία άλλη γλώσσα, παρά μόνο στα Ελληνικά. Η Ελλάδα ήταν σκέτη αποκάλυψη για μας. Εδώ συνάντησα την ομορφιά και το χάος λουσμένα στο φως. Από την Αθήνα πήγαμε στην Πάρο με ένα φεριμπότ και τότε είδα τη θάλασσα, έτσι όπως δεν την είχα ποτέ ξαναδεί. Λάτρεψα αυτό το ταξίδι, από την αρχή έως το τέλος του, και θυμάμαι ότι δεν ήθελα να επιστρέψω στην πατρίδα».
Για κείνην, όπως λέει, η Αθήνα είναι κάτι περισσότερο από μία εικόνα. «Καταλαμβάνει όλες τις αισθήσεις μου, με συνεπαίρνει. Κι αυτό συμβαίνει από την πρώτη στιγμή που πατώ το πόδι μου στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Από το αεροπλάνο βγαίνω στον δροσερό αέρα του αεροδρομίου που κλιματίζεται και έπειτα μόλις βγαίνω έξω στο δρόμο με βρίσκουν οι ήχοι και οι μυρωδιές της. Ο ήχος της μου αρέσει, γιατί χαρακτηρίζεται από τις φωνές των ανθρώπων που πηγαινοέρχονται – συχνά οι φωνές είναι φιλικές, κάποιες άλλες φορές τρυπούν, παραείναι δυνατές όταν φωνάζουν. Τώρα καταλαβαίνω ότι η ένταση αυτών των φωνών είναι “νορμάλ” – έπειτα ακούω τις κόρνες των ταξί και με χτυπά η ζέστη. Ο θερμός αέρας χτυπά απαλά το πρόσωπό μου, καθώς το ταξί αναπτύσσει ταχύτητα στην Αττική Οδό με κατεύθυνση προς το κέντρο των Αθηνών. Το οπτικό ερέθισμα ή η εικόνα είναι το τελευταίο που συναντώ. Τότε βλέπω τον μπλε ουρανό, τα βουνά στο βάθος και στο τέλος την Αθήνα, ενώ αναδύεται μπροστά μου έτσι όπως σκαρφαλώνει τους λόφους που απλώνονται στην πεδιάδα. Δεν είναι άσχημη όπως πολλές πόλεις της Αγγλίας. Η Αθήνα μοιάζει να βρίσκεται πάντα εκεί από γεννήσεως χρόνου έτσι όπως ενσωματώνεται με το τοπίο».
Μιλώντας για τις αγαπημένες της αθηναϊκές γωνιές, η Βικτόρια Χίσλοπ, αναφέρεται στη γωνιά του μικρού δρόμου που βγάζει στην οδό Πατησίων και απέχει λίγα μέτρα από τον δρόμο μου. «Από εκεί μπορώ να δω την Ακρόπολη στο βάθος, το κέντρο του αρχαίου κόσμου. Όταν πρωτοαντίκρισα την Ακρόπολη από εκείνη τη γωνιά, τσίμπησα τον εαυτό μου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Και βέβαια το καφέ στην πλατεία, όπου πίνω τον καφέ μου τα πρωινά».
Σε ερώτηση για το αν πρόκειται κάποια στιγμή να γράψει μυθιστόρημα για την Αθήνα απαντά: «Ποτέ μη λέμε ποτέ για ο,τιδήποτε. Πολλά συνέβησαν στην Αθήνα. Καλά και κακά. Και έχω την πεποίθηση ότι ο κάθε δρόμος έχει να μας αφηγηθεί τη δική του ιστορία…».