Με σκυμμένο το κεφάλι και το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα ο 42χρονος καθηγητής μουσικής Γιάννης Κατσιλάμπρος, άκουσε τον εισαγγελέα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου στην πρόταση του να μιλά για προμελετημένο έγκλημα αναφερόμενος στη δολοφονία της συζύγου του Παναγιώτας Μαζαράκη, πριν από έξι χρόνια, και να ζητεί και πάλι να κριθεί ένοχος χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Ήταν μια δολοφονία που συγκλόνισε αφού ο κατηγορούμενος όχι μόνο σκότωσε την 36χρονη σολίστ αλλά στη συνέχεια την έθαψε στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη, δίπλα στο σπίτι τους και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο. Μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία και ενώ έλεγε σε όλους πως η νεαρή γυναίκα τον εγκατέλειψε, προσλαμβάνοντας ακόμη και ντέντεκτιβ για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του, ο 42χρονος «έσπασε» και ομολόγησε το έγκλημά του.
Ο εισαγγελέας, στην αγόρευση του ζήτησε την καταδίκη του 42χρονου σε ισόβια, όπως και πρωτόδικα, αφού όπως είπε «Συνάγεται με σαφήνεια ότι ο κατηγορούμενος είχε αποφασίσει να σκοτώσει την Παναγιώτα εκ των προτέρων. Δεν υπήρξε ο έντονος καυγάς που υποστηρίζει. Έφαγε μαζί της, την άφησε να ξαπλώσει κι όταν εκείνη κοιμήθηκε τη χτύπησε με το σίδερο στο πρόσωπο. Βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανή την έσυρε στο μπάνιο και την έπνιξε… Ενήργησε με προμελετημένο δόλο και από πρόθεση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης να σκοτώσει τη σύζυγό του όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης». Μάλιστα, ο εισαγγελέας τόνισε πως δεν αποδείχτηκε σε καμία περίπτωση βρασμός ψυχής καθώς « η ψυχρή, απογυμνωμένη παντός συναισθήματος συμπεριφορά του προς την οικογένεια του θύματος μετά την πράξη και οι προσπάθειες του να κερδίσει χρόνο για να εξαφανίσει τα ίχνη της φρικτής και αποτρόπαιας πράξης του δεν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο». Ο εισαγγελικός λειτουργός δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην «ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά» που επέδειξε ο κατηγορούμενος ακόμη και στο πτώμα της άτυχης γυναίκας «το οποίο έκρυψε, πέταξε, ξεγύμνωσε, έθαψε και τσιμέντωσε χωρίς ίχνος αγάπης και συμπόνοιας προς αυτήν».
Οι συγγενείς του θύματος ξέσπασαν σε χειροκροτήματα στο άκουσμα της εισαγγελικής πρότασης. Ένα σκηνικό τελείως διαφορετικό με αυτό που διαμορφώθηκε όταν η 42χρονος, λίγο νωρίτερα, απολογήθηκε κλαίγοντας εν μέσω λεκτικών επιθέσεων από τους συγγενείς της Παναγιώτας Μαζαράκη οι οποίοι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τον πόνο και την οργή τους.
«Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη» είπε ο κατηγορούμενος, ξεσπώντας σε λυγμούς ενώ επέμεινε στην εκδοχή ότι είχε προηγηθεί έντονος καυγάς με τη σύζυγό του που τον έβγαλε εκτός ελέγχου, οδηγώντας τον στο έγκλημα. Όπως υποστήριξε η Παναγιώτα αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει» είπε ο 42χρονος και περιέγραψε αναλυτικά τον καυγά που είχαν, υποστηρίζοντας πως η Παναγιώτα τον απείλησε με μαχαίρι. « Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακλούθησε φωνάζοντας «θα σε σκοτώσω». Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε τι έκανες ρε μ…κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου» υποστήριξε ο κατηγορούμενος και συνέχισε «Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Το ένα ψέμα έφερε το άλλο». Αναφερόμενος στο γεγονός ότι αρχικά επιχείρησε να πετάξει το άψυχο κορμί της γυναίκας σε έναν κάδο σκουπιδιών στην Παιανίας και στη συνέχεια κατέληξε να το τσιμεντώσει δίπλα στο σπίτι τους είπε «Ήταν ο βρασμός, που δεν μπόρεσα να φύγω και να μην συμβεί το μοιραίο».
Μιλώντας για συχνούς καυγάδες ο κατηγορούμενος τους απέδωσε στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν και τις παράλογες απαιτήσεις της συζύγου του. Μάλιστα, ο 42χρονος ισχυρίστηκε πως η σύζυγός του τον μείωνε ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους και χειροδικούσε σε βάρος του. «Προτιμούσε να κάνει έναν καυγά και να ξεσπάσει πάνω μου σαν να ήμουν σάκος του μποξ, παρά να λύσει το πρόβλημα. Το ότι εγώ ήμουν 2 μέτρα κι εκείνη 1.60 δεν σημαίνει ότι δεν με χτυπούσε. Κι ο μεγαλύτερος πόνος είναι ο ψυχικός. Χίλιες φορές να με χτυπούσε ένας μπράβος παρά η 1.60 μέτρα γυναίκα μου, που αγαπούσα» ισχυρίστηκε.