Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος οδηγείται στην τελευταία του κατοικία στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, την πατρίδα που τόσο αγάπησε.
Ο δήμαρχος της συμπρωτεύουσας Κωνσταντίνος Ζέρβας βρέθηκε στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 40 Εκκλησίες, όπου τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία και αναφέρθηκε σε όλους τους λόγους που κανείς δεν θα ξεχάσει τον σπουδαίο ποιητή.
«Είναι εκείνος που έβγαλε με τόσο θάρρος και συνέπεια στη βιτρίνα, μπροστά μπροστά, δίχως φτιασίδια την ψυχή των ανθρώπων. Των μοναχικών, των ιδιαίτερων, των στερημένων, ανθρώπων που μπορεί κάποιοι να θεωρούσαν του περιθωρίου. Την ψυχή εκείνων ίσως, των «απεγνωσμένων», μια λέξη που ο ίδιος επιλέγει και στο ποίημα του “Ενός λεπτού σιγή”» είπε.
Σε άλλο σημείο του επικήδειου ανέφερε: «Θα τον θυμόμαστε για το έργο του, για τη γνήσια και βαθιά ενασχόλησή του με τη Θεσσαλονίκη, τη ιστορία της, για τα γράμματα και τις τέχνες της».
Στις 12:00 θα ακολουθήσει η ταφή στο νεκροταφείο Αναστάσεως του Κυρίου στη Θέρμη.
Διαβάστε όλο τον επικήδειο:
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι, σήμερα αποχαιρετούμε έναν σπουδαίο ποιητή της Θεσσαλονίκης, της Ελλάδας.
Έναν άνθρωπο που όλοι τον γνώριζαν, όλοι είχαν ακούσει για αυτόν είτε είχαν διαβάσει κάποιο ποίημα του.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο «κύριος Ντίνος» μας γεννήθηκε, μεγάλωσε, παρέμεινε σε αυτήν εδώ την πόλη μέχρι το τέλος, μια πόλη που αγάπησε, μια πόλη που τον αγάπησε.
Σε μια χώρα καλύτερα που αγάπησε τη γραφή του, τη σκέψη του, τη ζωή του.
Είναι εκείνος που έβγαλε με τόσο θάρρος και συνέπεια στη βιτρίνα, μπροστά μπροστά, δίχως φτιασίδια την ψυχή των ανθρώπων. Των μοναχικών, των ιδιαίτερων, των στερημένων, ανθρώπων που μπορεί κάποιοι να θεωρούσαν του περιθωρίου. Την ψυχή εκείνων ίσως, των «απεγνωσμένων», μια λέξη που ο ίδιος επιλέγει και στο ποίημα του “Ενός λεπτού σιγή”».
Ανήκει στη χορεία εκείνη των ανθρώπων που διαμόρφωσαν την πνευματική ταυτότητα της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, πέρα από ποιητής ήταν εκδότης, διηγηματογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, επιμελητής, συλλέκτης και τόσα άλλα ιδιαίτερα όπως μελετητής μα και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών.
Θα τον θυμόμαστε για το έργο του, για τη γνήσια και βαθιά ενασχόλησή του με τη Θεσσαλονίκη, τη ιστορία της, για τα γράμματα και τις τέχνες της.
Για την “Εποχή των ισχνών αγελάδων” και τους στίχους του, όπως: «…και τι δεν κάνατε για να με θάψετε/όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος».
Για το λογοτεχνικό περιοδικό και τη Μικρή Πινακοθήκη “Διαγώνιος” που από το 1958 έως το 1983 έδωσε βήμα σε μια δύσκολη εποχή και ανέδειξε σημαντικές λογοτεχνικές και εικαστικές φωνές της πόλης.
Θα τον θυμόμαστε για τα καυστικά του σχόλια, τον τολμηρό δημόσιο λόγο του ο οποίος συχνά στεναχωρούσε.
“Με κάλεσαν στην Αθήνα και θα με βάλουν σαν κουρδιστή λατέρνα να διαβάζω ποιήματά μου. Βέβαια, τα ποιήματά μου τα έχω απαγγείλει εκατό φορές!” είπε σε κάποια συνέντευξή του.
Θα τον θυμόμαστε για την αθυροστομία και τον αυτοσαρκασμό του. «Δεν είμαι κανένα αγγελούδι, κάνω και σφάλματα» έλεγε συχνά με τον μοναδικό του τονισμό.
Θα τον θυμόμαστε για τη μελέτη του έργου του Βασίλη Τσιτσάνη που μας άφησε παρακαταθήκη την ιδιαίτερη ερμηνεία των τραγουδιών του από τον ίδιο τον Χριστιανόπουλο και την «Παρέα του Τσιτσάνη» εκεί στην πλατεία στα Κάστρα.
«Σκέφτομαι, όσο παράξενο και να φαίνεται ότι υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μεταξύ Τσιτσάνη – Καβάφη του οποίου το μεγαλείο και η αξία αυξάνονται όσο περνούν τα χρόνια» είχε πει.
Θα τον θυμόμαστε για την άρνησή του, το 2011, να παραλάβει το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του, με την επίκληση των στίχων του από το ποίημα “Εναντίον” του 1979.
Αλλά και για την παραίτησή του από τη θέση του βιβλιοθηκάριου το ’60 και την άρνησή του να εισπράξει την κρατική σύνταξη του λογοτέχνη.
Θα τον θυμόμαστε για την αναγόρευσή του το 2011 ως επίτιμο διδάκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το τμήμα Φιλολογίας, του οποίου ήταν απόφοιτος. Μια τιμή που αποδέχθηκε ίσως γιατί προερχόταν «από το πανεπιστήμιο της πόλης μου και τη μητέρα σχολή» όπως είχε πει τότε στην ομιλία του.
Θα τον θυμόμαστε γιατί σχεδόν όλοι έχουν, έχουμε, μίαν ιστορία να πούμε γι αυτόν όταν θυμόμαστε το όνομα του.
Υπήρξε και πρέπει να υπάρχει στη ζωή μας με έναν μοναδικό τρόπο, με ένα κλείσιμο ματιού, όπως και η ποίηση του.
Η επιτυχία τόσο ιδιαίτερων, πολύπλευρων προσωπικοτήτων είναι το γεγονός πως γοητεύουν και προκαλούν κάθε ηλικία, ποικίλους ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο.
Διότι η ζωή της ποίησης του, η ποίηση της ζωής του μιλάει κατευθείαν στην ψυχή και σε πλευρές που όλοι έχουμε. Και ίσως σε κάποιες που δε γνωρίζουμε, δεν αναγνωρίζουμε.
Άλλωστε δε θυμόμαστε του ποιητές μονάχα όταν φεύγουν.
Καθώς με κάθε ανάγνωση, επιστρέφουν.
Με κάθε ανάγνωση, ρίχνουν και πάλι φως στη ζωή μας, όταν όλα μπορεί να μοιάζουν αδιέξοδα.
Η ποίηση είναι ένας διαρκής οδηγός για όλους.
Και η δική σου ποίησή θα συνεχίσει να βρίσκεται και να ανανεώνεται απ το Βαρδάρη ως το Συντριβάνι, και από τον Πύργο ως την πλ. Δικαστηρίων, μες στις ψυχές μας.
“Κύριε Ντίνο” η Θεσσαλονίκη, η γειτονιά και οι άνθρωποι σου σήμερα σε αποχαιρετούμε και σε ευχαριστούμε με τους επιτάφιους στίχους του μεγάλου και αγαπημένου Αλεξανδρινού
Μέχρι γήρατος κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί-
Οθεν νυν ουδέν φρικτόν πάσχω, κ’ εις άδην δεν πορεύομαι πενθών.
Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών
Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί».