Για τον τρόπο χειρίστηκε η Ελλάδα την πανδημία του κορονοϊού αλλά και τις θερινές διακοπές στη χώρα μας μιλούν Έλληνες γιατροί οι οποίοι ζουν και εργάζονται στη Γερμανία.
Ήταν να πετάξει την περασμένη Παρασκευή για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ξάνθη, όπου το Σάββατο, 16 Μαΐου, ο Ότο Ρεχάγκελ, ο ιστορικός προπονητής της Εθνικής Ποδοσφαίρου Ελλάδος, θα αναγορεύονταν επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, αλλά πρόλαβε ο κορονοϊός. Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Γιώργος Γκοδόλιας, χειρουργός ορθοπεδικός, στήριξε την ιδέα και ανέλαβε να την υλοποιήσει, αλλά φυσικά δεν μπόρεσε να πετάξει και έτσι «εγκλωβίστηκε» στη Γερμανία, όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία 35 χρόνια έχοντας αποκτήσει τεράστια εμπειρία και στη διοίκηση νοσοκομείων. Ξεκίνησε από ένα μικρό περιφερειακό νοσοκομείο και κατάφερε να «στήσει» τον όμιλο St. Elisabeth με άλλα 5 νοσοκομεία με βάση την πόλη Χέρνε στην Ρηνανία Βεστφαλία.
«Ναι» σε διακοπές στην Ελλάδα
Στο δρόμο αναζήτησης μιας νέας κανονικότητας σε Γερμανία και Ελλάδα ο κ. Γκοδόλιας, όπως μεταδίδει σε σχετικό της ρεπορτάζ η Deutsche Welle τάσσεται υπέρ των διακοπών φέτος στην Ελλάδα. Θα σας έλεγα να κάνετε το ταξίδι, γιατί πιστεύω ότι η κατάσταση στις δύο χώρες συγκλίνει, υπάρχει συνειδητοποίηση των προβλημάτων και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις προφυλάξεις, θα μπορούσε κανείς να ζήσει με λιγότερους περιορισμούς χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα στον εαυτό του και στους άλλους» υποστηρίζει ο Έλληνας καθηγητής και προσθέτει: «Τώρα αποκτήσαμε εμπειρίες, παρά το ότι το πρόβλημα είναι λίγων εβδομάδων και στην ουσία δεν έχει λυθεί».
Αλλά και η κυρία Παναγιώτα Πετροπουλάκη, ιατρός αναισθησιολόγος, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, που διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο και εργάζεται ως ελεύθερη συνεργάτρια του Ευαγγελικού Νοσοκομείου της πόλης Ζίγκεν υπό συνθήκες κορονοϊού, είναι αποφασισμένη να πάει τον Αύγουστο στην Ελλάδα. Εκείνο στο οποίο δίνει μεγάλη σημασία, είναι η εξατομικευμένη υπεύθυνη στάση.
«Θα πρέπει να τηρούμε πολύ καλά τα ατομικά υγειονομικά μέτρα ασφαλείας. Δεν θα έχω πρόβλημα να ταξιδέψω με το αεροπλάνο με μάσκα και ένα μικρό αντισηπτικό για τα χέρια, δεν θα έχω πρόβλημα να φάω σε μια ταβέρνα, όταν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στα τραπέζια. Ούτε θα έχω πρόβλημα να κάτσω πάνω στην πετσέτα μου στην άμμο, όπου γύρω μου ο κόσμος είναι μακριά. Από πού θα έρθει ο ιός; Και να σας πω κάτι; Εάν είναι να με βρει στην άμμο κοντά στη θάλασσα, καλώς να έρθει. Όχι και να τρελαθούμε», λέει χαρακτηριστικά η κ.Πετροπουλάκη, η οποία είναι εκλεγμένο μέλος της συνέλευσης του Ιατρικού Συλλόγου Westfalen-Lippe, με έδρα την πόλη Μίνστερ.
Ασκήσεις ψύχραιμης αντιμετώπισης ενός πρωτοφανούς υγειονομικού προβλήματος που αιφνιδίασε την Ευρώπη και τη Γερμανία. Ή μήπως δεν έπρεπε να είχαν αιφνιδιαστεί; Η Ελληνίδα γιατρός καταλογίζει στη διεθνή κοινότητα ότι αγνόησε μελέτες και άρθρα που υπήρχαν από χρόνια και προειδοποιούσαν για μεγάλη επιδημία με κορωνοϊό. Αλλά το αργότερο από τότε που η Κίνα “σφράγισε” τη Γουχάν, άρχισε να ανησυχεί. “Είπα, για να κάνουν αυτό το βήμα οι Κινέζοι, πρόκειται για μια σοβαρή ασθένεια. Αλλά διαπίστωσα ότι ούτε το Ινστιτούτο Robert Koch, ούτε οι υπηρεσίες υγείας μας έδιναν οδηγίες. Μας μιλούσαν για μόλυνση”.
Αιφνιδιασμός με ελλείψεις στα γερμανικά νοσοκομεία;
Αλλά ούτε και στον τομέα προμήθειας χειρουργικών μασκών και κατάλληλου ιατρικού εξοπλισμού επέδειξε η Γερμανία γρήγορα αντανακλαστικά, όπως πιστεύει η κυρία Πετροπουλάκη, η οποία είχε την πρόβλεψη, ήδη από τον Ιανουάριο, να κάνει το δικό της απόθεμα σε αντισηπτικά και ιατρικό υλικό. «Αλλά δεν μιλάμε μόνο για μάσκες και αντισηπτικά, που είναι καταστροφικό, μιλάμε για όλα τα εργαλεία που χρειαζόμασταν σε καθημερινή βάση, για να λειτουργήσουμε ως αναισθησιολόγοι. Όλα ήταν made in China, οπότε κι αυτό ήταν ένα θέμα. Έχουμε λοιπόν ένα διάστημα δύο τριών εβδομάδων, όπου οι τιμές ήταν εξωφρενικές και τα νοσοκομεία φτάνουν στο αμήν. Οι αρχές έφτασαν σε σημείο να μην ξέρουν από πού θα προμηθευτούν υλικά. Το υπουργείο Υγείας θεώρησε σωστό να κάνει ανάθεση για προμήθεια χειρουργικών μασκών σε μια υπηρεσία που αναλαμβάνει τον εξοπλισμό του στρατού. Ένας αργός μηχανισμός, που δεν γνωρίζει και δεν έχει άποψη για το τι πρέπει να γίνει».
Ο καθηγητής Γκοδόλιας βλέπει το θέμα μέσα από την οπτική γωνία ενός έμπειρου χειρουργού με γνώση και του οικονομοτεχνικού σκέλους οργάνωσης λειτουργίας ενός νοσοκομείου. «Όταν έχουμε έναν κορονοϊό ή μια γρίπη που θα μας ανάγκαζε μέσα σε τρεις εβδομάδες να έχουμε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, είναι επόμενο ότι και η καλύτερη οργάνωση δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε ένα τέτοιο πρόβλημα, που δημιουργείται με αιφνιδιασμό” υποστηρίζει. “Το ίδιο συμβαίνει και για τις μάσκες. Τώρα ερχόμαστε σε επαφή με δεκάδες εκατομμύρια Γερμανών, δεν θα μπορούσε να μην δημιουργηθεί αυτή η κατάσταση».
Ο Έλληνας χειρουργός κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην προβληματική των κρεβατιών εντατικής, που είναι η αχίλλειος πτέρνα κάθε δημόσιου συστήματος υγείας, ιδίως σε περίοδο κορονοϊού. «Όπως και στην Ελλάδα, τέθηκε και εδώ το θέμα, γιατί να έχουμε πχ. 27.000 και όχι 40.000 κρεβάτια ΜΕΘ. Όλα αυτά τα μέσα παρακολούθησης στοιχίζουν καταρχήν χρήματα, και δεύτερον, ύστερα από μερικά χρόνια, δεν υποστηρίζονται από πλευράς ανταλλακτικών από όλες τις εταιρείες. Τη στιγμή λοιπόν που υπό κανονικές συνθήκες χρησιμοποιούμε το 1/10 των κρεβατιών, θα μπορούσε κανείς να μου πει το αντίθετο: γιατί να έχετε 9 φορές περισσότερες δυνατότητες και να ξοδεύονται για τον λόγο αυτόν, τόσα χρήματα;».
«Παρόλα αυτά τους βρίζουμε»
Δύσκολες ασκήσεις ισορροπίας σε εξαιρετικά δύσκολη εποχή πανδημίας. Η πολιτεία έχει να σταθμίσει την κατάσταση ανάλογα με τα οικονομικά της και να επιλέξει τη βέλτιστη λύση, ώστε να σώσει όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές. Και εδώ η συμβολή του κάθε πολίτη είναι καθοριστική. Πώς; Με το να υπακούει στις οδηγίες των ειδικών. Σε αυτόν τον τομέα οι δύο γιατροί δίνουν άριστα στα γρήγορα αντανακλαστικά της ελληνικής πολιτείας και επαινούν την πειθαρχία των Ελλήνων. “Καταρχήν διαπίστωσα ότι, όταν εγώ αγωνιούσα τι θα γίνει εδώ, διαπίστωσα ότι οι Έλληνες είχαν ήδη πάρει τα πρώτα μέτρα, νωρίτερα από τους Γερμανούς, κι αυτό με χαροποίησε πάρα πολύ” λέει η κυρία Πετροπουλάκη. «Με συνέπεια, δεν πήραν ένα μέτρο και επαναπαύτηκαν, ήταν συνέχεια στην πρώτη γραμμή, πώς να κουμαντάρουν αυτό το καράβι. Ο καθένας μπορεί να κάνει κριτική, το σίγουρο είναι ότι μέχρι στιγμής το καράβι πάει μια χαρά. Η ελληνική πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να αντέξει τον αριθμό, και το λέω πολύ διακριτικά, των 50, 60 νεκρών την ημέρα. Και όταν σκέφτομαι ότι στη δική μου οικογένεια έχω θείο 85 χρονών με πολλά θέματα και θεία 89 ετών με άλλα τόσα, θέλω να κάνω Χριστούγεννα μαζί τους! Μάλιστα, εκπλήσσομαι καθημερινά όταν βλέπω με ποια μιζέρια, κάθε μικρό μεμπτό, βγαίνει στη δημοσιότητα με τεράστια διάσταση».
Μητέρα 92 ετών έχει και ο κ. Γκοδόλιας, ο οποίος δείχνει επίσης ικανοποιημένος με τα μέτρα. «Είναι πραγματικά αξιέπαινοι οι συμπατριώτες μας, γιατί φοβήθηκαν και ακολούθησαν. Έχω τη μητέρα μου που είναι 92 χρόνων και είναι τόσο ευχαριστημένη, κάθε φορά, μου λέει, είμαι καλά, καλά κάνουν και μας ενημερώνουν. Φαίνεται σωστή η ενημέρωση ή έχει πιάσει το πνεύμα του λαού». Βέβαια, ζώντας σε σε δύο πραγματικότητες η σύγκριση με τον γερμανικό τρόπο ενημέρωσης γίνεται αβίαστα. «Το Ινστιτούτο Roberrt Koch μπορεί να έβγαινε και να έλεγε αριθμούς και δεδομένα, αλλά δεν μπόρεσε να πιάσει τον πληθυσμό, τον παλμό» παρατηρεί η κυρία Πετροπουλάκη. «Φαινόταν επιστημονικό και αμέτοχο κατά τα άλλα. Ενώ ο κ. Τσιόδρας, και ο κ. Χαρδαλιάς με την αυστηρότητά του, όσο και να τον κυνηγάνε, είχε την ανθρώπινη πλευρά του ζητήματος, ναι, είχε την επιστημονική, αλλά είχε και την ανθρώπινη. Σου έλεγε, δεν είμαστε νούμερα, είμαστε ο Γιώργος, ο Τάκης, η Μαρία, εμείς. Εγώ το θεωρώ πολύ σημαντικό, γιατί για μένα αυτό είναι η ιατρική, δεν είναι τα νούμερα, αλλά ο άνθρωπος. Μέσα σε όλα όσα βλέπουμε να γίνονται στον κόσμο, στις ΗΠΑ, η Ελλάδα είναι μια επιδημική όαση. Και παρόλα αυτά βρίζουμε» εξηγεί.
Και οι οικονομικές και ψυχολογικές παράπλευρες απώλειες; «Θα μπορούσε η κυκλοφορία να ήταν ελεύθερη» υποστηρίζει ο κ. Γκοδόλιας. «Ιδιαίτερα όταν άτομα χάνουν δικούς τους ανθρώπους και δεν έχουν καν την δυνατότητα, ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο που είμαστε πιο συναισθηματικοί, να βρίσκονται τις τελευταίες ώρες εκεί για να τους συμπαρασταθούν. Αλλά πάλι δεν ήξεραν οι αρχές τι θα ακολουθούσε» προσθέτει.