Πόσα περισσότερα χρόνια ζούμε σήμερα σε σχέση με το παρελθόν; Πόσα έτη «κερδίσαμε» στην Ελλάδα από το 1995 μέχρι σήμερα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και για ποιο λόγο τα κέρδη μας ήταν συγκριτικά λιγότερα με αποτέλεσμα η χώρα μας που είχε από τους υψηλότερους μέσους όρους ζωής το 1995 και ήταν στις πρώτες θέσεις, δυο δεκαετίες αργότερα να βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις;
Πόσα είναι τα έτη ζωής σε καλή κατάσταση υγείας των ηλικιωμένων μας σε σχέση με αυτά στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την εξάπλωση πανδημιών σαν αυτήν του COVID-19 και πως αναμένεται να επηρεασθεί από τον ιό αυτό η θνησιμότητα στην Ελλάδα;
Πρόκειται για τα ερωτήματα που εξετάζονται και απαντώνται, στο 39ο τεύχος της ψηφιακής έκδοσης «Δημογραφικά Νέα» του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας από τον καθηγητή Δημογραφίας κ. Βύρων Κοτζαμάνη.
Αναλυτικότερα, αναφέρεται ότι τα συνολικά κέρδη ζωής μας ήταν εντυπωσιακά, καθώς οι μεν άνδρες ζουν σχεδόν 34 χρόνια και οι γυναίκες 36,5 χρόνια περισσότερα σε σχέση με το 1928, και αντίστοιχα 15,5 και 17 χρόνια περισσότερα σε σχέση με το 1950.
Μετά το 1995 όμως, τα «κέρδη» μας επιβραδύνονται σημαντικά, περισσότερο απ’ ότι στις 15 χώρες της ΕΕ (πριν από την τελευταία διεύρυνσή της). Αυτό οδήγησε στην υποβάθμιση της θέσης μας καθώς, ενώ το 1995 οι Έλληνες βρίσκονταν 2η υψηλότερη θέση και οι Ελληνίδες στην 7η ανάμεσα στις χώρες αυτές όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής, σήμερα οι μεν άνδρες βρίσκονται στην 13η θέση και οι γυναίκες στην 10η.
Αν η θέση μας την περίοδο 1995 – 2017 «υποβαθμίσθηκε» αναφέρεται στη δημοσίευση, αυτό έχει σχέση με την λιγότερο αποτελεσματική στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες χώρες, αντιμετώπιση των δυο κύριων ομάδων παθήσεων (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην ελλιπή διάγνωση, πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων στη χώρα μας και είχε σαν αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, η Ελλάδα να βρίσκεται σήμερα στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα σε 19 ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά τα έτη σε καλή κατάσταση υγείας που θα ζήσουν οι 65 ετών και άνω πριν αποβιώσουν (7 χρόνια στην Ελλάδα, τα υπερδιπλάσια, 15,5 στην Σουηδία).
Αυτό δε είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς σε περιπτώσεις επιδημιών όπως η τρέχουσα, η θνησιμότητα είναι πολύ υψηλότερη στους ηλικιωμένους και υπερήλικες με κακή κατάσταση υγείας.
Στο ίδιο άρθρο ο κ. Κοτζαμάνης συνοψίζει τις κύριες κατά την γνώμη του παραμέτρους που επηρεάζουν την νοσηρότητα και την θνησιμότητα σε πανδημίες όπως αυτή του COVID-19.
Ως τέτοιες αναφέρονται η πρότερη κατάσταση υγείας του πληθυσμού, οι υποδομές, το ανθρώπινο δυναμικό και η ετοιμότητα αντίδρασης του συστήματος υγείας, οι πυκνότητες στους χώρους κατοικίας και εργασίας, το % των ηλικιωμένων -η δημογραφική γήρανση- και οι τύποι διαβίωσης των ατόμων αυτών (% διαβίωσης σε συλλογικά ιδρύματα), η συχνότητα των οικογενειακών-διαγενεακών σχέσεων, η ένταση των διαπροσωπικών σχέσεων και οι χώροι συνεύρεσης τον ελεύθερο χρόνο (ιδιωτικοί/δημόσιοι), το εύρος των ευπαθών ομάδων, η ένταση των ανταλλαγών με χώρες υψηλής νοσηρότητας, ο χρόνος εμφάνισης της επιδημίας, η αντίδραση λήψη μέτρων και ο βαθμός αποδοχής τους.
Τέλος, ο συγγραφέας αξιολογεί την θετική ή αρνητική επίδραση που έχουν οι παράμετροί αυτοί στη χώρα μας για να καταλήξει γράφοντας ότι, έχοντας ως δεδομένο ότι το δημόσιο σύστημα υγείας μας μετά από μια δεκαετία επιπλέον δοκιμασιών έχει σημαντικές ελλείψεις σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό και ότι η κατάσταση υγείας του πληθυσμού των ηλικιωμένων μας δεν είναι από τις καλύτερες στην Ε.Ε., τα ληφθέντα μέτρα ήταν μονόδρομος.
Αφενός θα επιτρέψουν την επιβράδυνση της διάχυσής του (με εξαίρεση -ενδεχομένως- κάποια νησιά λόγω των υφιστάμενων συνθηκών στους προσφυγικούς καταυλισμούς) και τον περιορισμό της θνησιμότητας από αυτόν, αφετέρου θα διευκολύνουν την διαχείριση των ροών από ένα δημόσιο σύστημα υγείας το οποίο, ακόμη και πριν την εμφάνιση του ιού, οριακά κάλυπτε τις ανάγκες μας.
Τελικά, η οφειλόμενη στον COVID-19 (αν ο κύκλος του κλείσει το τρέχον εξάμηνο) αύξηση της θνησιμότητας στη χώρα μας, άμεση και έμμεση, θα είναι μικρή καθώς οι επιπλέον θάνατοι το 2020 θα είναι λιγότεροι αναλογικά με τους επιπλέον θανάτους που καταγράφηκαν το 1987 (καύσωνας) σε σχέση με το 1986 (+3.900, όλοι άτομα 55 ετών και άνω)».
Ο κ. Κοτζαμάνης δηλώνει τέλος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η εμφάνιση του COVID-19 τόσο στη χώρα μας, όσο και σε πολλές άλλες χώρες, ανέδειξε, με διαφορετική ένταση, τα προβλήματα και τις ελλείψεις των δημόσιων συστημάτων υγείας (ελλείψεις που αυξήθηκαν σε πολλές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες).
Στην Ελλάδα ειδικότερα, σημειώνει, τα συσσωρευμένα προβλήματα του συστήματός μας αν δεν επιλυθούν, θα επιδεινώσουν την κατάσταση της υγείας μας και θα επιβραδύνουν ακόμη περισσότερο -αν δεν μηδενίσουν- τα κέρδη σε χρόνια ζωής που αναμένεται να ζήσουμε.
Για να καταλήξει τονίζοντας: «Με δεδομένο ότι πληθυσμός μας γηράσκει και ότι οι επιδημίες θίγουν συνήθως τους πλέον ευάλωτους (και σε αυτούς εντάσσονται και οι ποιο ηλικιωμένοι, ιδιαίτερα δε όσοι έχουν συσσωρευμένα προβλήματα υγείας), η εμφάνιση της επιδημίας αυτής -που δεν είναι η πρώτη και τελευταία-, επιβάλλει, για την θωράκιση όχι μόνον της υγείας μας αλλά και της οικονομίας μας, την ταχύτατη ανόρθωση του δημόσιου συστήματος υγείας μας.
Αν δεν το κάνουμε, οι επιπτώσεις στο μέλλον θα είναι εξαιρετικά αρνητικές αυξάνοντας και τις κοινωνικές ανισότητες απέναντι στον θάνατο».