Σε καλή κατάσταση και με ήπια συμπτώματα νοσηλεύεται στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, η γυναίκα που έχει προσβληθεί από τον κορονοϊό.
Το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα κορονοϊού στην Ελλάδα εντοπίστηκε στη Θεσσαλονίκη και πρόκειται για μία 38χρονη γυναίκα, η οποία προσφάτως είχε ταξιδέψει στη βόρεια Ιταλία, όπου εκεί υπάρχουν και τα περισσότερα κρούσματα του ιού.
Όπως μετέδωσε η ΕΡΤ, στο δελτίο ειδήσεων η ασθενής βρίσκεται σε ειδικό θάλαμο αρνητικής πίεσης του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ και λαμβάνει αντιική αγωγή. Η γυναίκα βρίσκεται σε καλή κατάσταση, με τα συμπτώματα να είναι ήπια.
Σημαντικό για την ασθενή είναι επίσης πως βρίσκεται επίσης σε καλή ψυχολογική κατάσταση.
Οι συγγενείς της έχουν τεθεί σε κατ΄ οίκον περιορισμό οικειοθελώς, ενώ ιχνηλατούνται οι επαφές που έκανε η 38χρονη τις τελευταίες ημέρες.
Συνολικά 15 άτομα έχουν τεθεί σε καραντίνα, καθώς είχαν έρθει σε επαφή με τη γυναίκα, με τις συγκεκριμένες πληροφορίες -σύμφωνα με την ΕΡΤ- να μην μπορούν να επιβεβαιωθούν επίσημα.
Τσιόρδας: Να έχουμε ψυχραιμία
Ο υπεύθυνος ενημέρωσης του υπουργείου Υγείας λοιμωξιολόγος, Δημήτρης Τσιόρδας, συνέστησε ψυχραιμία στην ενημέρωση που προχώρησε με αφορμή το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα κορονοϊού στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα ο κ. Τσιόρδας τόνισε για το κρούσμα στην Θεσσαλονίκη: «Πρόκειται για Ελληνίδα 38 ετών, ταξιδιώτισσα από πληττόμενη περιοχή της βόρειας Ιταλίας. Είναι καλά στην υγεία της, παρακολουθείται από μία ομάδα εξαιρετικών συναδέλφων στη Θεσσαλονίκη και τη στιγμή που σας μιλώ, γίνεται ιχνηλάτηση των επαφών της και οι κοντινές επαφές θα τεθούν οικειοθελώς σε απομόνωση και θα επιτηρείται η υγεία τους».
Ο ίδιος επανέλαβε ότι η νόσος παραμένει ήπια στη συντριπτική της πλειονότητα και τόνισε την ανάγκη της τήρησης των κανόνων υγιεινής από όλους, κανόνες οι οποίοι αφορούν στην υγιεινή των χεριών και στην υγιεινή του βήχα.
Όπως εξήγησε «Τις επόμενες ημέρες άνθρωποι που έρχονται από τις πληττόμενες περιοχές της βόρειας Ιταλίας πρέπει να επιτηρούν την υγεία τους και σε περίπτωση συμπτωμάτων να μένουν στο σπίτι και να ειδοποιούν τον γιατρό τους ή τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας ώστε να γίνονται οι απαραίτητες ενέργειες».