Απορρίφθηκε, από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη, για τις υψηλές αντικειμενικές τιμές σε ακίνητα σε διάφορες περιοχές ανά την επικράτεια.
Στην ανεξάρτητη Αρχή, η οποία έχει γίνει κατά καιρούς αποδέκτης αναφορών πολιτών που διαμαρτύρονται για τον καθορισμό υψηλών αξιών στα ακίνητά τους σε διάφορες περιοχές στην επικράτεια, προσέφυγαν μισθωτοί και συνταξιούχοι, ιδιοκτήτες στην Α’ και Β’ ζώνη του Παλαιού Ψυχικού, για την αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων τους, με αποτέλεσμα οι ζώνες αυτές να αποτελούν πλέον τις ακριβότερες όλης της επικράτειας. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων κατήγγειλαν διακριτική μεταχείριση σε βάρος τους, δεδομένου ότι για τη λοιπή επικράτεια οι αντικειμενικές αξίες έχουν «παγώσει» τα τελευταία χρόνια.
Στη συγκεκριμένη περιοχή, όπως αναφέρει η Αρχή, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι υφίστανται τεράστια οικονομική επιβάρυνση, καθώς διαρκώς αυξάνονται οι φόροι που πλήττουν την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν.
Ο Συνήγορος υποστηρίζει ότι η αναπροσαρμογή των τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσής τους καθορίζεται με την έκδοση υπουργικών αποφάσεων κατόπιν εισηγήσεων των αρμόδιων Επιτροπών. Ωστόσο, στην ισχύουσα νομοθεσία δεν προβλέπεται συγκεκριμένη μεθοδολογία, ούτε υιοθετούνται συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία θα εφαρμόζονται εκ μέρους των αρμόδιων Επιτροπών και σύμφωνα με τα οποία θα αναπροσαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων.
Επισημαίνει δε με έγγραφά του ότι γενικότερα το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων θα πρέπει να διαμορφώνεται στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων, ώστε να είναι πράγματι αντικειμενικό και να μην πλήττει δυσανάλογα ορισμένες κατηγορίες πολιτών, ιδιαίτερα δε μισθωτούς και συνταξιούχους, που βρέθηκαν με κάποια ιδιοκτησία σε ακριβή περιοχή, η οποία όμως ούτε ενοικιάζεται ούτε μπορεί να πωληθεί, λόγω της κρίσης της κτηματαγοράς.
Επιπλέον, τονίζει ότι η υπέρμετρη αύξηση των αντικειμενικών αξιών μόνο στις περιοχές του Παλαιού Ψυχικού συνιστά σε μεγάλο βαθμό διακριτική μεταχείριση των αναφερόμενων πολιτών (των μισθωτών και συνταξιούχων), σε σχέση με όλη την υπόλοιπη επικράτεια.
Τέλος, υπογραμμίζει ότι η κατοχή ακίνητης περιουσίας δεν αποτελεί από μόνη της δείκτη φοροδοτικής ικανότητας, ιδίως εφόσον ευχερώς δύναται να αποδειχθεί ότι η περιουσία αυτή δεν είναι αξιοποιήσιμη, ούτε αποφέρει κάποιο εισόδημα. Άλλωστε, καμία φορολογική επιβάρυνση δεν επιτρέπεται να εκτείνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε ουσιαστικά να οδηγεί σε δήμευση του επιβαρυνόμενου περιουσιακού στοιχείου, αναφέρει ο Συνήγορος του Πολίτη.