Επιπτώσεις σε επικοινωνιακό και ψυχολογικό επίπεδο φέρεται να έχει ο πόλεμος των χάκερ που σημειώθηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τις προηγούμενες ημέρες. Σε μια ήδη κρίσιμη περίοδο που διανύει η χώρα μας δεν μπορεί να χαρακτηριστική «μικρό» το χτύπημα των Τούρκων σε ιστοσελίδες της ΕΥΠ, του υπουργείου Εξωτερικών ακόμη και του ίδιου του Έλληνα πρωθυπουργού.
Σε παλαιότερο δημοσίευμά της η εφημερίδα «Καθημερινή» (την περασμένη Τετάρτη) έγραφε πως η επίθεση που δέχθηκαν οι ελληνικές ιστοσελίδες ήταν η πιο συνήθης ψηφιακή «παρενόχληση». Στόχο μάλιστα είχε να επιβάλει την άρνηση παροχής υπηρεσίας (Denial of Service) από το σύστημα που ελέγχει την ιστοσελίδα και η οποία είχε κατανεμημένα χαρακτηριστικά (Distributed DoS). Δεν ήταν ένας υπολογιστής που πραγματοποιούσε την επίθεση, αλλά παρά πολλοί που ήταν ελεγχόμενοι («ζόμπι») από τους ίδιους χάκερ. Οι «ζόμπι» υπολογιστές «υπερφόρτωσαν» τα συστήματα των ιστοσελίδων με πληθώρα αιτημάτων πρόσβασης, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν τα αιτήματα, είτε αυτά ήταν κακόβουλα, είτε όχι.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές η επίθεση εξελισσόταν για ημέρες και ο στόχος της για κάποιες –τουλάχιστον– ώρες επιτεύχθηκε, αφού οι κυβερνητικές ιστοσελίδες «έπεσαν», τόσο το Σάββατο 18 Ιανουαρίου όσο και την περασμένη Πέμπτη 23 Ιανουαρίου. Τη δεύτερη φορά, μάλιστα, έπεσε και η πρωθυπουργική ιστοσελίδα primeminister.gr. Η επίθεση έδειξε το έλλειμμα στην πολιτική κυβερνοασφάλειας της χώρας μας, αλλά και τον πρωτογονισμό των συστημάτων.
Κυβερνητικοί παράγοντες, σύμφωνα με νέο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή», έκαναν λόγο για συστήματα προστασίας σε κρίσιμους κυβερνητικούς τομείς που χρονολογούνται από το… 2004.
Η επίθεση αυτή, ωστόσο κυρίως εκθέτει τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις αντιπολιτευτικές του κορώνες μετά την επίθεση (Μ. Κάτσης: Οι κυβερνοεπιθέσεις εκθέτουν το «Επιτελικό κράτος» της Δεξιάς, 18.01.2020), η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της κυβερνοασφάλειας είχε πραγματοποιήσει μέχρι και τον περασμένο Ιούλιο, πολύ λίγα πράγματα. Ενδεικτικό είναι ότι παρά την ύπαρξη σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας (Ε.Ε. 2016/1148) από τον Ιούλιο του 2016, μέχρι και τον περασμένο Οκτώβριο του 2019, δεν είχαν ορισθεί ακόμη οι κρίσιμες υποδομές της χώρας, ώστε να χρήζουν ιδιαίτερης κυβερνοπροστασίας. Πρόκειται για τον ορισμό των Φορέων Εκμετάλλευσης Βασικών Υπηρεσιών (ΦΕΒΥ) που στο εξής, βάσει της κοινοτικής οδηγίας, χρήζουν υψηλότερης κυβερνοπροστασίας.
Το πλαίσιο προστασίας αυτό αφορά φορείς διαχείρισης υποδομών που είναι κρίσιμες στη λειτουργία και στην παροχή υπηρεσιών ενός κράτους. Πρόκειται για φορείς που σχετίζονται με την υγεία, την ενέργεια, την ύδρευση, τον χρηματοπιστωτικό τομέα κ.ά. Οι υποδομές που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας και του σχετικού νόμου, καθώς αυτή παραμένει στην απόλυτη δικαιοδοσία του κράτους-μέλους.
Επομένως, για την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένου εκείνων που διαχειρίζονται τις ιστοσελίδες, είναι οι ίδιοι οι φορείς εθνικής ασφάλειας, οι οποίοι έχουν την απόλυτη ευθύνη. Γι’ αυτό άλλωστε, κατά τη ψήφιση της διάταξης δημιουργίας του Εθνικού Μητρώου Υποδομών (ν. 4635/2019), οι υποδομές εθνικής ασφάλειας του ΥΠΕΘΑ, της ΕΥΠ κ.λπ., εξαιρέθηκαν από την ένταξή τους στο μητρώο αυτό.
Δυστυχώς, όπως έδειξε η εμπειρία, οργανισμοί κρίσιμοι για την εθνική ασφάλεια, υστερούν τόσο σε πολιτικές κυβερνοασφάλειας όσο και σε πολιτικές ακεραιότητας των πληροφοριακών τους συστημάτων. Επομένως, απαιτείται μια συνολική πολιτική ενίσχυσης των υποδομών της χώρας, ειδικά στον τομέα της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Καθημερινή».