Στη διενέργεια διοικητικής διερεύνησης καταγγελιών για σχέσεις του Λιμενικού Σώματος με τη Χρυσή Αυγή είχε χρειαστεί να προχωρήσει πριν από μερικούς μήνες η αρμόδια υπηρεσία του Λιμενικού. Η έρευνα, όπως προκύπτει από έγγραφο που είχε διαβιβαστεί στη Βουλή στις αρχές του καλοκαιριού (σ.σ. 24 Μαΐου 2013), γινόταν από Ανώτατο Αξιωματικό, μετά από καταγγελίες ότι στο ΤΕΙ του Πειραιά υπήρχαν αφίσες της Χρυσής Αυγής που είχαν τυπωθεί πάνω σε υπηρεσιακά έγγραφα του Λιμενικού Σώματος, μη διαβαθμισμένα που αφορούσαν τη διακίνηση αναλώσιμων, έγγραφα στα οποία μπορούσε να έχει πρόσβαση μόνο κάποιος που υπηρετούσε στη συγκεκριμένη υπηρεσία και έφεραν μάλιστα και αριθμό πρωτοκόλλου.
Ερώτηση για το συγκεκριμένο περιστατικό είχαν καταθέσει οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Βασιλική Κατριβάνου και Δημήτρης Τσουκαλάς σημειώνοντας ότι ειδικά για το Λιμενικό δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στη δημοσιότητα ανάλογο κρούσμα, καθώς το Μάρτιο του 2010, άνδρες των ΟΥΚ παρέλασαν φωνάζοντας ρατσιστικά και υπερεθνικιστικά-σωβινιστικά συνθήματα. Οι βουλευτές εξέφραζαν την ανησυχία τους για τη «διασύνδεση τμημάτων των Σωμάτων Ασφαλείας με τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, και αντίστοιχα τη διείσδυση της τελευταίας σε κρατικούς μηχανισμούς με ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του πολιτεύματος».
Στην έγγραφη απάντησή του, ο τότε υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου Κωνσταντίνος Μουσουρούλης επιβεβαίωνε ότι για το συγκεκριμένο περιστατικό διενεργείται Διοικητική Διερεύνηση από Ανώτατο Αξιωματικό του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. Ο κ. Μουσουρούλης ενημέρωνε επίσης τους βουλευτές ότι η αρμόδια Διεύθυνση Προσωπικού του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής σε κάθε περίπτωση αποδεδειγμένης εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς από το προσωπικό του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ, ειδικά δε όταν αυτή αφορά στην προσβολή ή περιφρόνηση των δημοκρατικών θεσμών, κινεί άμεσα τις προβλεπόμενες διοικητικές διαδικασίες, τηρώντας πάντοτε ενήμερες τόσο τις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές όσο και την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Όπως διαβεβαίωνε ο τότε υπουργός, «πρακτικές συγκάλυψης δεν νοούνται ούτε γίνονται ανεκτές και όποτε και εάν διαπιστώνονται πατάσσονται πειθαρχικά από πλευράς της προαναφερόμενης Διεύθυνσης και αναγγέλλονται παραχρήμα στις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές».