Το σχολικό κουδούνι ελληνικού σχολείου ακούστηκε για πρώτη φορά στην Ίμβρο μετά από σχεδόν μισό αιώνα, καθώς το ελληνορθόδοξο σχολείο του νησιού επαναλειτουργεί και πάλι.
Συγκεκριμένα, 49 ολόκληρα χρόνια πέρασαν μέχρι παιδιά να διαβούν την είσοδο του σχολείου, όπου θα ακούγονται τα ελληνικά, κάτι που συνέβη σήμερα με τους 4 μαθητές να κάθονται στα θρανία.
«Ποιος θα το πίστευε… Κι όμως είναι πραγματικότητα! Έπειτα από 49 χρόνια, επαναλειτουργεί το σχολείο μας στους Αγίους Θεοδώρους» λέει στο ΑΜΠΕ, με έκδηλη τη συγκίνηση, ο πρόεδρος της Ιμβριακής Ένωσης Μακεδονίας – Θράκης Παύλος Σταματίδης, σημειώνοντας πως το κλείσιμο του σχολείου το 1964 ήταν ουσιαστικά το «κύκνειο άσμα» για τη φυγή των Ιμβρίων από το νησί, καθώς «ακόμη και οι γονείς που ήταν αγράμματοι, ήθελαν να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα».
Το μειονοτικό σχολείο μπόρεσε να ανοίξει με τη συμβολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, όλους τους αρμόδιους φορείς, αλλά και με την πολύτιμη συνδρομή του Λάκη Βίγκα, εκπροσώπου των Ρωμέικων Κοινοτικών Ιδρυμάτων στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων της Τουρκίας.
Ψυχή του σχολείου, η ιδρύτριά του Άννα Κουτσομάλλη, η οποία γεννήθηκε στο νησί, έφυγε στην Αθήνα κι επέστρεψε για να δώσει «σάρκα και οστά» σε ένα όνειρο δεκαετιών των απανταχού Ιμβρίων. Στην προσπάθεια συμμετέχει ενεργά και η διευθύντρια του σχολείου Παρασκευή (Βούλα) Μπερμπέρη, που μαζί με τον τούρκο δάσκαλο που θα κατέχει και τη θέση του υποδιευθυντή θα αναλάβουν να δείξουν το δρόμο της γνώσης στους 4 μικρούς μαθητές – τον Δημητράκη, την Αλεξάνδρα και τα δυο παιδιά μιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, που εντάχθηκαν μόλις στο μαθητολόγιο.
«Όπως κάθε αρχή και δύσκολη. Ξεκινάμε με 4 παιδιά. Ελπίζουμε πως του χρόνου θα είναι περισσότερα – ήδη έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον» σημειώνει ο κ. Σταματίδης και προσθέτει: «Βέβαια, από εδώ και πέρα θα αντιμετωπίσουμε άλλα προβλήματα. Στην Τουρκία, η δημοτική εκπαίδευση είναι τέσσερα χρόνια, άλλα τέσσερα είναι το γυμνάσιο κι άλλα τέσσερα το λύκειο. Τα παιδιά που είναι σήμερα τρίτη – τετάρτη τάξη, σε λίγο θα πάνε στο γυμνάσιο. Άρα, θα πρέπει να λειτουργήσει και γυμνάσιο. Πρέπει να προσανατολιστούμε όλοι προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν νομίζω πως η Τουρκία θα παρουσιάσει κάποιο πρόβλημα για την αδειοδότηση λειτουργίας γυμνασίου ή λυκείου, αλλά πρέπει να στραφούμε και οι δύο χώρες προς μια τέτοια συμφωνία».
Εξηγεί ότι ιδιαίτερα σημαντική πτυχή στην επαναλειτουργία του σχολείου είναι η προοπτική που δίνει για την επιστροφή νεαρών ζευγαριών στην Ίμβρο. «Τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μια επιστροφή Ιμβρίων, κυρίως όμως συνταξιούχων. Αν και υπήρχε επιθυμία να γυρίσουν και νέα ζευγάρια στο νησί, κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο καθώς δεν υπήρχε σχολείο» εξηγεί.
«Φυσικά δεν είναι το μόνο πρόβλημα η παιδεία, αλλά και οι περιουσίες, τα κληρονομικά δικαιώματα. Κι όλα αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν και με την ελευθερία επιχειρείν», προσθέτει.
Κατά τον κ. Σταματίδη, υπάρχει μια έντονη κινητικότητα στην επίλυση όλων των παραπάνω ζητημάτων προς τη θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, όπως τονίζει, τα προβλήματα δεν λύνονται ούτε από μόνα τους ούτε πολύ εύκολα. «Τα κληρονομικά δικαιώματα είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα, καθώς αν δεν μπορεί να κληρονομήσουν τα παιδιά τους γονείς τους, καταλαβαίνετε πως αυτό είναι πρόβλημα» σημειώνει.
Η τελευταία φορά που ελληνορθόδοξα σχολειά λειτούργησαν στο νησί, ήταν το 1964, οπότε και μετρούσαν περί τα 550 παιδιά.
Η ιστορία των ελληνορθόδοξων σχολείων της Ίμβρου
Στις 4 Οκτωβρίου του 1923, ο διοικητής της Ίμβρου Ιωάννης Παπουτσιδάκης παραδίδει το νησί στις τουρκικές αρχές μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Κατά την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης, όπως αναφέρει σε μελέτη της για τη «Μειονοτική εκπαίδευση στην Ίμβρο από το 1923 ως το 1964» η Πεφκούλα Στάγια, λειτουργούσαν πέντε δημοτικά σχολεία, καθώς και η Κεντρική Σχολή στην Παναγία, ημιγυμνάσιο στο οποίο φοιτούσαν μαθητές από όλα τα χωριά του νησιού και όπου διδάσκονταν αρχαία και νέα ελληνικά, θρησκευτικά, μαθηματικά, ελληνική ιστορία, φυσική ιστορία, φυσική πειραματική, χημεία, γεωγραφία και λατινικά.
Όλα τα σχολικά κτίρια του νησιού, είχαν χτιστεί στις αρχές του 20ού αιώνα, με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από δωρεές ομογενών και παροχή ξυλείας από το Άγιο Όρος, ενώ τα έξοδα λειτουργίας τους καλύπτονταν από τη φορολόγηση της εντόπιας παραγωγής, κυρίως του λαδιού.
«Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η τουρκική Αρχή απαίτησε την άμεση επισκευή των σχολικών κτιρίων σε όλα τα χωριά του νησιού μέσα σε ορισθέν χρονικό διάστημα και εάν αυτό δεν συνέβαινε, τα κτίρια θα κρατικοποιούνταν. Τα σχολεία της Παναγίας, που είναι η πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και του Ευλαμπίου δεν επισκευάστηκαν έγκαιρα με αποτέλεσμα το μεν πρώτο να κρατικοποιηθεί και το δεύτερο να κλείσει εντελώς. Η μη εμπρόθεσμη επισκευή ήταν πρόφαση της νέας αρχής για να οικειοποιηθεί, παρά τις αντίθετες ρητές διατάξεις της Συνθήκης, το σχολικό κτίριο της Παναγίας προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει εκεί άμεσα η κρατική σχολή για τα παιδιά των τούρκων υπαλλήλων που εστάλησαν και εγκαταστάθηκαν εκεί. Μετά τη νέα κατάσταση επετράπη να διδάσκονται στην ελληνική γλώσσα τα εξής μαθήματα: ανάγνωση, μία ώρα την ημέρα, αριθμητική, δύο ώρες την εβδομάδα και θρησκευτικά, μία ώρα την εβδομάδα, ενώ στο δημοτικό σχολείο της Παναγίας επετράπη κατ’ εξαίρεση η διδασκαλία της ελληνικής στα ελληνόπουλα μία ώρα την εβδομάδα εντός του σχολικού χώρου, αλλά εκτός του σχολικού προγράμματος» αναφέρεται στη μελέτη.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης και συγκεκριμένα στις 20 Νοεμβρίου 1927, η τουρκική κυβέρνηση προέβη σε κλείσιμο της Κεντρικής Σχολής της Ίμβρου θεσπίζοντας, ταυτόχρονα, τον «περί Νήσων» νόμο (Adalar Kanunu), το άρθρο 14 το οποίου καθιστά υποχρεωτική την εξ’ ολοκλήρου εκπαίδευση στην τουρκική. Ωστόσο, το άρθρο αυτό τέθηκε σε ισχύ τελικά μόνο για το σχολείο της Παναγίας, ενώ για τα υπόλοιπα σχολεία διαμορφώθηκε άτυπα ένα ιδιόμορφο εκπαιδευτικό καθεστώς: κάποια μαθήματα διδάσκονταν στην ελληνική, ενώ διδάσκονταν στην τουρκική η γεωγραφία, η ιστορία και η πατριδογνωσία. Επιβλήθηκε επίσης η τουρκική στην έκδοση των μαθητολογίων, των ενδεικτικών και των απολυτηρίων και αποφασίστηκε η απομάκρυνση των ελληνικής καταγωγής διευθυντών των σχολείων, οι οποίοι περιορίστηκαν στα διδακτικά τους καθήκοντα, ενώ τόσο οι δάσκαλοι της ελληνικής όσο και της τουρκικής – εκτός από τους διευθυντές – μισθοδοτούνταν αποκλειστικά από τα κοινοτικά ταμεία.
Το 1945, ο νομάρχης Τσανάκαλε έστειλε έγγραφη διαταγή, με την οποία απαγόρευε εντελώς τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας και επέβαλε την αποκλειστική διδασκαλία της επίσημης τουρκικής. Ωστόσο, μετά τα απανωτά διαβήματα των κοινοταρχών, η διαταγή εκείνη δεν εφαρμόστηκε.
Το Μάιο του 1950 ανεβαίνει στην εξουσία το Δημοκρατικό Κόμμα και σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, την 5η Φεβρουαρίου 1951, ψηφίστηκε από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκικής Δημοκρατίας ο ειδικός νόμος που έφερνε την κατάργηση του 14ου άρθρου του νόμου 1151/1927. Με βάση το συγκεκριμένο νόμο, ιδρύθηκε εξατάξιο μειονοτικό σχολείο στην Παναγία, όπως επίσης και στην Τένεδο, και εκδόθηκαν νέες άδειες λειτουργίας των υφιστάμενων τεσσάρων σχολείων της Ίμβρου, τα οποία και αναβαθμίστηκαν σε εξατάξια.
Με τις εκάστοτε διακυμάνσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τα μέτρα σκλήραιναν ή χαλάρωναν κατά καιρούς – ανάλογα με το τι γινόταν. Έτσι κυλά η διαδικασία ως το 1951. Τότε, με τη θεαματική βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών βγαίνει ένας νόμος στην τουρκική βουλή που αναστέλλει την εφαρμογή του άρθρου 14 του νόμου του 1927 για την εκπαίδευση στην Ίμβρο και την Τένεδο. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για να αναπαλαιωθούν, να αναστηλωθούν κτίρια σε όλα τα χωριά της Ίμβρου. Με σχολεία πολύ υψηλών προδιαγραφών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1964, τη χρονιά που απαγορεύεται εκ νέου η εκπαίδευση, είχαν αναγερθεί σε κάθε χωριό μέχρι και νηπιαγωγεία. Και μάλιστα νηπιαγωγεία που είχε αναλάβει ο αρχιτέκτων ο Αριστείδης Πασαδαίος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Όντως, το 1964, 38 βουλευτές καταθέτουν πρόταση στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση για την κατάργηση της υπάρχουσας εκπαιδευτικής κατάστασης στην Ίμβρο και την Τένεδο και την επαναφορά του νόμου του 1927 «διά να αποκτήσουν οι κάτοικοι των δύο αυτών νήσων σχολάς υψηλού επιπέδου υπό τον έλεγχον του υπουργείου Παιδείας». Η πρόταση, που προέβλεπε ότι «η εκπαίδευσις εις τας σχολάς Ίμβρου και Τενέδου γίνεται τουρκιστί και είναι γενική, δωρεάν και λαϊκή», έγινε αποδεκτή από την ολομέλεια της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης την 30η Ιουνίου 1964 «διά βοής, άνευ ουδεμίας αντιδράσεως». Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε την 23η Ιουλίου 1964 αναγκάζοντας τα ελληνορθόδοξα σχολεία της Ίμβρου να κλείσουν ερμητικά τις πόρτες τους για σχεδόν μισό αιώνα…
Σήμερα, οι μόνιμοι κάτοικοι της κοινότητας, που ζουν στο νησί από έξι μήνες και πάνω, είναι γύρω στα 370 άτομα. «Τριακόσια είχαμε το 1993. Από αυτά εν ζωή βρίσκονται μόλις τα 70. Τα υπόλοιπα 300 (από το σύνολο των σημερινών κατοίκων) είναι άτομα που επαναπατρίστηκαν την τελευταία 15ετία και φιλοδοξούμε ο αριθμός αυτός να αυξηθεί τώρα, με τη λειτουργία του σχολείου, που δίνει τη δυνατότητα και σε ανθρώπους που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία να εγκατασταθούν εκεί με τις οικογένειές τους», είχε δηλώσει ο Πάρις Ασανάκης, Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Ιμβρίων.