Τις ημέρες της εξέγερσης των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πάτρας, τον Νοέμβριο του 1973, τις απειλές του στρατιωτικού διοικητή για γκρέμισμα κτιρίου εφημερίδας, το κυνηγητό από τους αστυνομικούς, αλλά και το κλίμα που επικρατούσε στην πόλη της Πάτρας, περιγράφει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο δημοσιογράφος Αντώνης Μπουλούτζας, ο οποίος εργαζόταν τότε στην εφημερίδα «Η ΗΜΕΡΑ» των Πατρών και μέσα από τα συνεχή ρεπορτάζ του κατέγραψε τα γεγονότα.
Παράλληλα μιλά και για όσα βίωσε ο ίδιος προσωπικά, αφού όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «η Αστυνομία με είχε βάλει στο μάτι».
Ουσιαστικά, όπως λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, «οι αντιδράσεις των φοιτητών της Πάτρας ενάντια στη χούντα, που προοιώνιζαν τον ξεσηκωμό, ξεκίνησαν περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 1973, όταν έγινε μία πολύ μεγάλη συνέλευση, η οποία διήρκεσε για περισσότερες από 16 ώρες και τελικά αποφασίστηκε η αποχή».
«Την επόμενη κιόλας ημέρα», συνεχίζει ο Αντώνης Μπουλούτζας, «οι αστυνομικοί άρχισαν να κυνηγούν πάρα πολλούς φοιτητές που ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το τότε παράρτημα του πανεπιστημίου, που βρισκόταν στο κέντρο της Πάτρας, στην οδό Κορίνθου», προσθέτοντας, ότι «κυνηγήθηκαν φοιτητές και έξω από την λέσχη που βρισκόταν στην οδό Πατρέως».
Αναφερόμενος στη σχέση του με το φοιτητικό κίνημα, λέει ότι «παρακολουθούσα τα γεγονότα από κοντά και είχα δημιουργήσει μία πάρα πολύ καλή σχέση με τους φοιτητές, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης, με αποτέλεσμα να με εμπιστεύονται και να μου δίνουν πληροφορίες για ό,τι συνέβαινε.»
Μάλιστα, όπως σημειώνει, «όταν δημοσιεύτηκε το ολοσέλιδο ρεπορτάζ από την μεγάλη συνέλευση του Φεβρουαρίου ήσαν πάρα πολλοί αυτοί που θορυβήθηκαν» διότι όπως εξηγεί, «η Πάτρα είχε ένα προνόμιο, δηλαδή να μην ισχύει ο στρατιωτικός νόμος, ο οποίος είχε αρθεί πριν από δύο χρόνια για την επαρχία και ίσχυε μόνο για την περιοχή της Αττικής».
Έτσι, επισημαίνει, «μπορούσαμε να γράφουμε σχετικά άφοβα» και προσθέτει: «Ο τότε εκδότης της εφημερίδας, ο Χρήστος Ριζόπουλος, που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, κατοικούσε στην Αθήνα, αλλά όταν ξέσπασαν τα γεγονότα, τόσο στην Πάτρα, όσο και στην πρωτεύουσα, με την κατάληψη της Νομικής, ήλθε και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Όταν λοιπόν είδε την απήχηση που είχε το φύλλο της εφημερίδας με το ολοσέλιδο ρεπορτάζ για τη μεγάλη συνέλευση, μου έλεγε συνεχώς γράφε γράφε. Όμως έπειτα από λίγο καιρό πληροφορήθηκα από τον τότε αρχισυντάκτη της εφημερίδας, τον αείμνηστο Νίκο Πολίτη πως ο Ριζόπουλος του ζητούσε να με συγκρατά».
Παράλληλα, ο Αντώνης Μπουλούτζας είχε μπει ήδη στο στόχαστρο της Αστυνομίας: «Η Ασφάλεια ‘με είχε βάλει στο μάτι’, επειδή πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είχα παραστεί σε μία συνεστίαση Πατρινών φοιτητών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν παιδιά από τη λεγόμενη δεξιά. Κατά την διάρκεια της συνεστίασης με κάλεσε κάποιος και είπα μερικά λόγια. Την επόμενη κιόλας ημέρα με πήραν στην Ασφάλεια και άρχισαν να με ρωτούν τι είπα.
Αργότερα οργανώθηκε μια βραδιά στην μπουάτ Ερωφίλη και εγώ μίλησα για τον Λόρκα, με αποτέλεσμα να με πάνε και πάλι στην Ασφάλεια και να με ρωτούν τι είπα. Με είχαν δηλαδή στο στόχαστρο και με κυνηγούσαν. Όταν λοιπόν άρχισα να παρακολουθώ από κοντά τα γεγονότα του Πανεπιστημίου δυο – τρεις αξιωματικοί της Ασφάλειας με σταμάτησαν λίγα μέτρα πιο μακριά από τα γραφεία της εφημερίδας, στο στενάκι της Ραδινού και μου ζητούσαν τα στοιχεία μου, θέλοντας να μου κάνουν δύσκολη τη ζωή, αφού ήδη γνώριζαν ποιος είμαι. Ευτυχώς λίγες ημέρες νωρίτερα, ο αείμνηστος Χρήστος Αθανασίου, που ήταν υπεύθυνος της εφημερίδας, είχε φροντίσει να εγγραφώ στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων και έτσι είχα μία ».
Ο Αντώνης Μπουλούτζας δεν πτοήθηκε και συνέχισε τα ρεπορτάζ: «Ό,τι γινόταν το κατέγραφα» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ και στη συνέχεια περιγράφει το πώς η εφημερίδα «Η ΗΜΕΡΑ» έφθανε εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα.
«Περίπου στη 1:00 τα ξημερώματα έρχονταν στα γραφεία της εφημερίδας φοιτητές, οι οποίοι περίμεναν την εκτύπωση. Στη συνέχεια έπαιρναν δεκάδες φύλλα και τα μετέφεραν, μάλλον με το νυχτερινό τρένο, στην Αθήνα και τα διένειμαν στην πλατεία Ομονοίας, γιατί όπως προείπα, εμείς μπορούσαμε να γράφουμε αφού είχε αρθεί για την επαρχία ο στρατιωτικός νόμος. Λίγες ημέρες μετά, τηλεφωνεί έξαλλος στην εφημερίδα ο στρατιωτικός διοικητής της Πάτρας και απειλεί πως αν δεν σταματήσουμε να γράφουμε θα στείλει ένα άρμα μάχης για να γκρεμίσει το κτίριο της εφημερίδας».
Επανερχόμενος στο θέμα της Αστυνομίας, η οποία όπως λέει τον ‘είχε βάλει στο μάτι’, θυμάται: «Παραδόξως με έσωσε δύο – τρεις φορές από τα νύχια των αστυνομικών της Ασφάλειας, ο τότε περιφερειακός διοικητής Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς. Κατά ένα επίσης παράδοξο τρόπο με εκτιμούσε, επειδή σε δύο τρεις συνεντεύξεις του, είχα πάει άγρια κόντρα και είχα γράψει επί λέξει ό,τι ακριβώς είχε πει. Αυτός λοιπόν θεωρούσε ότι είμαι τίμιος και δεν ήθελε να γίνει γνωστό στην Πάτρα ότι η Ασφάλεια συνέλαβε τον Μπουλούτζα, διότι κατά κάποιον τρόπο είχε εκτεθεί απέναντι μου με τον τρόπο που του φερόμουν, οπότε θα φαινόταν εκδικητική πράξη η σύλληψή μου».
Αναφερόμενος στο κλίμα που επικρατούσε στην πόλη της Πάτρας ο Αντώνης Μπουλούτζας λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ: «Τότε με τον ενθουσιασμό του νέου, άλλωστε ήμουν 27 χρόνων, έβλεπα τον κόσμο και τον θεωρούσα απαθή. Όμως, όλα αυτά τα χρόνια της δικτατορίας, ο κόσμος φοβόταν πάρα πολύ και ήταν μουδιασμένος. Η Πάτρα τότε ήταν πολύ κλειστή κοινωνία και ο κόσμος φοβόταν τους χαφιέδες. Εκείνες τις ημέρες εγώ και άλλοι Πατρινοί ο Γιάννης Κυριόπουλος, ο Νίκος Αντωνόπουλος, ο Αιμίλιος Λιαρομμάτης, ο Ζαχαρίας Φούκας περπατούσαμε τις νυχτερινές ώρες στην Πάτρα κουβεντιάζοντας και για αυτό και μόνο τον λόγο μας είχαν ‘βάλει στο μάτι’».
Φθάνοντας στις ημέρες της εξέγερσης, ο Αντώνης Μπουλούτζας λέει ότι «ο κόσμος έπαθε ένα μεγάλο σοκ όταν έγινε ο ξεσηκωμός» και συνεχίζει: «Ο κόσμος φοβήθηκε. Έβλεπε κυνηγητά από την Αστυνομία. Πολλοί καταστηματάρχες φοβόντουσαν για το τι μπορεί να συμβεί σε αυτούς. Έλεγαν, τι θέλουν αυτά τα παιδιά. Όμως σιγά – σιγά κατάλαβαν ότι κάτι πάει να συμβεί και άρχισαν να συμπαρίστανται. Μάλιστα εκείνες τις δύσκολες και σκληρές ημέρες ο κόσμος πήγαινε τρόφιμα στους φοιτητές που είχαν εξεγερθεί στο παράρτημα του πανεπιστημίου. Ταυτόχρονα, βλέποντας ότι οι φοιτητές συνέχιζαν να αγωνίζονται και μαθαίνοντας τα όσα διαδραματίζονταν στην Αθήνα, άρχισαν να τους συμπαρίστανται ακόμα περισσότερο, πιστεύοντας πλέον ότι οι φοιτητές είναι η αιχμή του δόρατος στον αγώνα κατά της δικτατορίας».
Ο Αντώνης Μπουλούτζας περιγράφει και μία συνάντηση που είχε με τον Κωστή Στεφανόπουλο και τον Ασημάκη Φωτήλα:
«Θυμάμαι την τελευταία βραδιά της εξέγερσης όταν είχαν μπει τα άρματα μάχης στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, είχα πάρει τηλέφωνο τον Κωστή Στεφανόπουλο και τον Ασημάκη Φωτήλα και βρεθήκαμε στην γωνία Κορίνθου και Κολοκοτρώνη, δίπλα από το παράρτημα του Πανεπιστημίου, προκειμένου να ειδοποιήσουμε τα παιδιά για όσα συνέβαιναν στην πρωτεύουσα. Φοβόμασταν ότι μπορεί να συμβούν τα ίδια και στην Πάτρα, αφού στο στρατόπεδο του ΚΕΤΧ υπήρχαν τανκς. Τελικά, έπειτα από λίγη ώρα οι φοιτητές αποχώρησαν από το παράρτημα».
Ο Αντώνης Μπουλούτζας θυμάται και τη συζήτηση που είχε εκείνο το βράδυ με τον Κωστή Στεφανόπουλο και το Ασημάκη Φωτήλα και όπως λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ «έβλεπαν ότι η δικτατορία τελείωνε και είχαν αναθαρρήσει, αφού εκείνη την νύχτα ξέραμε, χωρίς να μας έχει πληροφορήσει κάποιος, ότι η χούντα πεθαίνει».
Όσες ημέρες διήρκεσε η εξέγερση ο Αντώνης Μπουλούτζας κατέγραφε με τα ρεπορτάζ του τα γεγονότα και όπως περιγράφει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ «τα περισσότερα γεγονότα συνέβαιναν έξω από το παράρτημα στους δρόμους όπου γινόταν το μεγάλο κυνηγητό από την Αστυνομία και οι συλλήψεις φοιτητών».
Το τελευταίο που θυμάται από εκείνες τις ημέρες ο Αντώνης Μπουλούτζας ήταν τους αστυνομικούς που συνάντησε το βράδυ εξέγερσης έξω από την πολυκατοικία που έμενε με την οικογένειά του:
«Φεύγοντας από την εφημερίδα τις πρώτες πρωινές ώρες, αφού πρώτα είχα γράψει τα ρεπορτάζ, επέστρεψα πεζός στο σπίτι μου, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Μεσολογγίου και Σμύρνης, κοντά στα Υψηλά Αλώνια. Μόλις έφθασα έξω από την πολυκατοικία, αντίκρισα τρεις άνδρες. Το έναν τον αναγνώρισα, ήταν αξιωματικός της Αστυνομίας, ενώ και οι άλλοι δύο προφανώς ήσαν και αυτοί αστυνομικοί. Πάγωσα. Λέω τώρα θα με μαζέψουνε, γιατί είχαμε πληροφορηθεί ότι γίνονται συλλήψεις στην Αθήνα, οπότε λέω ότι θα κάνουν τα ίδια και εδώ. Έτσι σφίγγω την καρδιά μου, πηγαίνω κατευθείαν στον αξιωματικό και τον πλησιάζω στο μισό μέτρο. Τον ρωτάω αν θέλει κάτι, μου απαντά αρνητικά και πριν παραμερίσει μου λέει χαρακτηριστικά ‘εσύ ψάχνεις’. Όταν μπήκα στο σπίτι είπα στη γυναίκα μου ότι δεν μπορώ να το ζήσω αυτό όλη τη νύχτα, γιατί δεν ξέρω τι θα γίνει. Έπειτα από λίγο κατέβηκα από την πολυκατοικία για να αφήσω στον κάδο τη σακούλα με τα απορρίμματα και διαπίστωσα ότι οι τρεις άνδρες είχαν φύγει».
Με αφορμή τα όσα κατέγραψε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των φοιτητών, αλλά και τα όσα πέρασαν οι εξεγερθέντες, ο Αντώνης Μπουλούτζας λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «από τότε του έχει γίνει ένα πολύ καλό μάθημα, να ελπίζω δηλαδή στα νέα τα παιδιά και όπως είχε πει και ένας μεγάλος Ιταλός γλύπτης, ο Λουτσιάνο Φάμπρο, να προετοιμάζω το έδαφος ως άτομο για την επόμενη γενιά τουλάχιστον στο βαθμό που αφορά εμένα, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου».
Κλείνοντας, ο Αντώνης Μπουλούτζας, ο οποίος το 1976 έφυγε από την Πάτρα για την Αθήνα, όπου συνέχισε την δημοσιογραφική του καριέρα στην εφημερίδα «Καθημερινή», τονίζει ότι «η εξέγερση του Πολυτεχνείου έζησε, μεγαλούργησε, φώτισε και δεν θέλω να την δω να ξεθωριάζει».