Η Σιμόνα Βιρτζίλι, η χήρα του Μανώλη Καντάρη, που δολοφονήθηκε για μια κάμερα το Μάιο του 2011 στη συμβολή των οδών Ηπείρου και Γ΄ Σεπτεμβρίου, στο κέντρο της Αθήνας, άνοιξε την καρδιά της στην εκπομπή «Μεσάνυχτα» και την Ελεωνόρα Μελέτη.
Οι δύο Αφγανοί που τον είχαν δολοφονήσει είχαν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.
Ο 44χρονος πήγαινε προς το σταθμευμένο του αυτοκίνητο για να μεταφέρει στο μαιευτήριο τη γυναίκα του, ενώ κρατούσε μία κάμερα με την οποία θα κατέγραφε την γέννηση του δεύτερου παιδιού του.
Η Σιμόνα Βιρτζίλι περιγράφει πώς βρήκε τον άντρα της μέσα σε μια λίμνη αίματος στο δρόμο στο πεζοδρόμιο της γειτονιάς όπου έμεναν.
«Ήταν προγραμματισμένος τοκετός. Έπρεπε να πάμε στο μαιευτήριο, να τον ειδοποιήσω να επιστρέψει από το εξωτερικό για να με συνοδεύσει. Έφυγε για να πάει να φέρει το αυτοκίνητο. Οι εικόνες που έζησα δεν μου άφηναν περιθώριο αμφισβήτησης. Ο γιος μου ήταν 1,5 έτους […] Η διαίσθηση ότι κάτι κακό συμβαίνει, ήταν πολύ έντονη […] Η εικόνα ήταν ωμή» λέει.
«Προείχε να προστατεύσω κάποιον πιο αδύναμο από εμένα που ερχόταν στη ζωή […] Διάλεξα μέσα στο ασθενοφόρο το όνομα της κόρης μου, Εμμανουέλα, από το όνομα του συζύγου» επισημαίνει.
«Δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά και ψύχραιμα, η ισορροπία ήταν λεπτή. Προσπάθησα να κρατήσω αποστάσεις από όλα. Δεν είχα την πολυτέλεια να είμαι λυπημένη. Έπρεπε να φροντίσω τα παιδιά μου» είπε η Σιμόνα Βιρτζίλι.
«Μετά τη δολοφονία του συζύγου μου ξέσπασαν επεισόδια, ο κόσμος ήταν πιο θυμωμένος από εμένα» πρόσθεσε. «Δεν πρέπει για τα παιδιά να υπάρχει μια απόδοση δικαιοσύνης» διερωτάται και περιγράφει πώς διαχειρίστηκε το θέμα με τα παιδιά της. «Μαμά ο μπαμπάς πέθανε το ξέρεις;» είπε ότι τη ρώτησε ο γιος της και κάπως έτσι ξεκίνησαν να συζητάνε το θέμα.
«Έχω ακόμα πολύ θυμό για τους δράστες» είπε, τονίζοντας ότι αγαπάει την Ελλάδα και ήταν απόφασή της να φύγει από την Ιταλία και να έρθει να ζήσει στη χώρα μας. «Το γιγάντιο λούνα παρκ, -που θεωρούσε την Αθήνα- έγινε ένα θέατρο του παραλόγου» είπε.
«Ήταν οργανωμένο έγκλημα. Το οργανωμένο έγκλημα συντηρείται» ανέφερε. «Ένιωθα ανασφαλής και 40 μέρες μετά έφυγα από την περιοχή» είπε.