Σε μια μικρή φάρμα στη γαλλική ύπαιθρο, ένας κτηνοτρόφος εκτρέφει έναν μικρό αριθμό κατσικιών, αρμέγει το γάλα και φτιάχνει μόνος του τυρί, σε μια ελάχιστων προδιαγραφών εγκατάσταση, το οποίο πουλάει μετά στη λαϊκή αγορά της περιοχής. Στην ίδια φάρμα διαμένουν λίγοι τουρίστες που ενδιαφέρονται να δουν από κοντά τη διαδικασία παρασκευής του τυριού, να το δοκιμάσουν, να ζήσουν για λίγες μέρες στη φύση, μακριά από τα αστικά κέντρα, σε αρμονία με τις αγροτικές δραστηριότητες του τόπου.
Στην Ελλάδα, αν προσπαθήσει κανείς να κάνει το ίδιο, θα συναντήσει μπροστά του μεγάλα γραφειοκρατικά εμπόδια, καθώς απαιτούνται διαφορετικές άδειες κτηνοτρόφου, τυροκόμου, ιδιοκτήτη τουριστικών καταλυμάτων και πωλητή λαϊκών αγορών.
Τα παραπάνω αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η Μαίρη Παπαθανασίου, συντονίστρια για το Δήμο Σαμοθράκης τού προγράμματος «I will survive» που υλοποιεί ο εν λόγω Δήμος στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου Grundtvig – Διά βίου μάθησης. Στόχος του προγράμματος, στο οποίο συμμετέχουν επίσης φορείς από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία και τη Λετονία είναι η ανταλλαγή απόψεων για το πώς μπορούν άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο να αναπτύξουν επαγγελματική δράση, ώστε να καταφέρουν να επιβιώνουν και να μένουν εκεί, χωρίς να χρειάζεται να αναζητήσουν κάποια άλλη διέξοδο στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Εκείνο που έχει μεγάλο ενδιαφέρον στο γαλλικό παράδειγμα, κατά την ίδια, είναι η αναπτυγμένη συνεργατική αντίληψη στη Γαλλία, όπου οι αγρότες οργανώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να πουλούν τα προϊόντα τους στις λαϊκές αγορές, χωρίς μεσάζοντες, και να τα προωθούν εμπορικά, μοιράζοντας τα έξοδα προβολής τόσο σε έντυπα όσο και σε διαδικτυακούς ιστότοπους.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει έντονη οικολογική συνείδηση και ενδιαφέρον για τον αγροτουρισμό, έναν τομέα που αναπτύσσεται ραγδαία και αφορά περιοχές μη τουριστικές, που βρίσκονται είτε στα σύνορα είτε σε μεγάλο υψόμετρο.
Λίγο μακρύτερα, στη Γερμανία, σε μια αγροτική περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από το Βερολίνο, δύο άνθρωποι ξεκίνησαν πριν από λίγο καιρό να καλλιεργούν τη γη με βιολογικό τρόπο και να διανέμουν με ένα αυτοκίνητο, κατ΄ οίκον, τα πιστοποιημένα βιολογικά τους αγροτικά προϊόντα.
Το ενδιαφέρον ήταν τόσο μεγάλο και η οργάνωση της μικρής αυτής επιχείρησης τόσο σωστή, ώστε σήμερα απασχολεί 30 άτομα, διαθέτει 11 οχήματα και κάνει διανομές έξι μέρες την εβδομάδα.
Και τα δύο παραδείγματα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πολύ αποτελεσματικά στη Σαμοθράκη, που διαθέτει κτηνοτροφικές μονάδες, υψηλής ποιότητας κτηνοτροφικά και αγροτικά προϊόντα και υψηλού φυσικού κάλλους τουριστικό προϊόν.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους αρμόδιους του Δήμου, το τεχνικό πλαίσιο στην Ελλάδα δυσκολεύει πολύ όσους προσπαθήσουν κάτι αντίστοιχο. «Η πολυπλοκότητα του συστήματος και οι προβλέψεις της φορολόγησης καθιστούν ένα τέτοιο εγχείρημα αποτρεπτικό, ενώ σε άλλες χώρες όλα γίνονται με απλές διαδικασίες. Το ζητούμενο, πάντα, είναι οι όποιες δραστηριότητες αναπτύσσονται να προσφέρουν στον κόσμο της υπαίθρου τα προς το ζην, κάτι που δεν μπορεί να γίνει μόνο με τη μία ή την άλλη δραστηριότητα» σχολιάζει η κ. Παπαθανασίου.
Ωστόσο, υπογραμμίζει πως κεντρική επιδίωξη δεν είναι – και δεν θα έπρεπε να είναι – η αποτύπωση μιας καλής πρακτικής και η άκριτη μεταφορά της στον ελλαδικό χώρο, αλλά η αλλαγή της νοοτροπίας κάθε τόπου προς την κατεύθυνση της συνεργατικότητας, της καλύτερης εφαρμογής μιας ιδέας με βάση τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση πάντως – προσθέτει – υπάρχουν δυνατότητες, εκ μέρους του Δήμου, με βάση την πολιτική του ιδιότητα, να αναγνωρίζει τις δυσκολίες που παρουσιάζονται και να διατυπώνει αιτήματα και προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος.