Η Θεσσαλία είναι – δυστυχώς – το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της κρίσης του νερού στην Ελλάδα, αφού ο κάμπος υφίσταται τις συνέπειες της μακροχρόνιας επιθετικής αναπτυξιακής πολιτικής, που ακολουθήθηκε, μέχρι σήμερα, στον τομέα της γεωργίας.
Τα αποτελέσματα της μελέτης για το υδατικό δυναμικό της Θεσσαλίας, που εκπονήθηκε στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επιβεβαιώνουν ότι τα επί σειρά ετών αρνητικά υδατικά ισοζύγια έχουν οδηγήσει στην εξάντληση, εκτός των ανανεώσιμων και μεγάλου μέρους ακόμη και των μόνιμων υδατικών αποθεμάτων.
Τα παραπάνω επισημαίνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Νικήτας Μυλόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η ερευνητική ομάδα του οποίου εκπόνησε την παραπάνω μελέτη. Έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο, η μειωμένη απορροή του Πηνειού είναι γεγονός και η πτώση της κάτω από το οικολογικό όριο τείνει να γίνει ετήσιο φαινόμενο.
Φαινόμενα κατά καιρούς νεκρών ψαριών θέτουν με δραματικό τρόπο το πρόβλημα της μετατροπής του Πηνειού σε ένα από τα πλέον βρόμικα ποτάμια της Ευρώπης, ενώ η σημαντική πτώση της στάθμης των υδροφόρων οριζόντων – ιδιαίτερα στον ανατολικό υδροφορέα – αποτελούν απόδειξη της μεγάλης περιβαλλοντικής καταστροφής.
Ο ορίζοντας πριν από το 1980 ήταν σε βάθος 10-60 μέτρων, ενώ σήμερα, λόγω της υπεράντλησης, έχει φθάσει σε υπερ-πολλαπλάσιο βάθος.
H υφαλμύρινση προχωράει σε εκτεταμένο μέτωπο στην Ανατολική Θεσσαλία (από Ριζόμυλο προς Λάρισα) και στις πεδιάδες του Αλμυρού και του Βόλου. Εκτός της υφαλμύρινσης, οι καθιζήσεις και οι εδαφικές ρωγμές που παρουσιάζονται κάθε χρόνο είναι αποτέλεσμα και της δραματικής πτώσης των υπόγειων υδροφόρων.
Από την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του νερού, εξηγεί ο κ. Μυλόπουλος, γίνεται φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος του είναι πλέον ακατάλληλο για τις χρήσεις που καταναλώνεται, και η κατάσταση, όσο περνούν τα χρόνια, χειροτερεύει. Η νιτρορύπανση ιδιαίτερα αποτελεί δείκτη σοβαρής περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Από τα δε υδατικά ισοζύγια που προέκυψαν φαίνεται καθαρά ότι το έλλειμμα στο υδατικό διαμέρισμα, ανάλογα με την υπόθεση υδρολογικού σεναρίου (υγρό, μέσο ή ξηρό έτος) μπορεί να αγγίζει το 1 δισ. m3, όσο δηλαδή περίπου καταναλώνει όλος ο ελληνικός πληθυσμός για την ύδρευσή του.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, τα συμπεράσματα της πρόσφατης διαχειριστικής μελέτης επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα, όπως αναφέρει ο κ. Μυλόπουλος, καθώς δείχνει ότι για την επίτευξη του στόχου της Οδηγίας που αφορά την καλή οικολογική κατάσταση στα επιφανειακά και την καλή ποσοτική κατάσταση στα υπόγεια σώματα, είναι απαραίτητη μία μείωση απολήψεων από τα επιφανειακά κατά τους θερινούς μήνες, της τάξης των 100 hm3 ανά έτος, και μία αντίστοιχη ετήσια μείωση των αντλήσεων από τα υπόγεια κατά 300 hm3.
Ακόμα υποστηρίζει ότι από τα υδατικά ισοζύγια που προέκυψαν από την έως τώρα ανάλυση φαίνεται καθαρά ότι το
Ακόμη, σύμφωνα με τον ίδιο, το έλλειμμα στο υδατικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας, με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις, κυμαίνεται μεταξύ 1.000 και 1.500 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων.
«Με δεδομένο ότι το έργο της εκτροπής του Αχελώου, όπως και τα παρόμοια γιγάντια υδραυλικά έργα παγκοσμίως, έχει πλέον ξεπεραστεί ως το αποτέλεσμα μίας παρωχημένης πολιτικής αντίληψης για την ανάπτυξη που άφησε πίσω της ένα έρημο περιβαλλοντικό τοπίο, είναι επιτακτική η ανάγκη κατάστρωσης και προώθησης εναλλακτικών σχεδίων αξιοποίησης των τοπικών υδατικών πόρων» εκτιμά ο κ. Μυλόπουλος.
«Ο αδιέξοδος δρόμος της μεγέθυνσης της κατανάλωσης και της αναζήτησης διαρκώς νέων υδατικών πόρων οφείλει να δώσει, σήμερα, τη θέση του στην επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης του νερού, με τη διατήρηση των υδροβόρων δραστηριοτήτων σε επίπεδα ανάλογα των φυσικών διαθεσίμων.
Η λύση με άλλα λόγια δεν θα έρθει με τον σχεδιασμό μεγάλων έργων εκτροπής ποταμών ή μεταφοράς νερού από μακριά, αλλά με τη συντονισμένη παρέμβαση και την προσαρμογή της ανάπτυξης στη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων» καταλήγει ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσσαλίας.