Απειλή για την ελεύθερη έκφραση της θρησκευτικής πίστης των Ελλήνων πολιτών αποτελεί η Χρυσή Αυγή, όπως υποστηρίζεται στην ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις Θρησκευτικές Ελευθερίες στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι πρόκειται για «αντισημιτική» και «ξενοφοβική» πολιτική παράταξη.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι η κυβέρνηση της χώρας καταδικάζει τις πράξεις βίας εναντίον μεταναστών, σημειώνοντας παράλληλα ότι παρατηρητές κάλεσαν τις αρχές να κάνουν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν το «τυφλό μίσος» και τον ρατσισμό της Χρυσής Αυγής.
Στην αρχή της έκθεσης, που αφορά το 2012, επισημαίνεται ότι το Σύνταγμα και άλλοι νόμοι και πολιτικές προστατεύουν τη θρησκευτική ελευθερία με κάποιους περιορισμούς.
Γενικά, η κυβέρνηση σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία, σύμφωνα με τους συντάκτες της, αν και επέβαλε περιορισμούς που επηρεάζουν μέλη μη Ελληνορθόδοξων θρησκευτικών ομάδων.
Η κυβέρνηση χορήγησε προνόμια και νομικά προνόμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία -ό,τι δεν παρέχει σε άλλες θρησκευτικές ομάδες- όπως η προνομιακή φορολογία και θεσμοθετημένη σύνδεση με την κυβέρνηση, όπως σημειώνεται.
Καταγράφεται, επίσης, και η θέση ότι δεν έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες για την οικοδόμηση τεμένους στην Αθήνα, καθώς και η άποψη ότι “ορισμένες διακρίσεις” υπήρξαν και σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων της Θράκης.
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι μέλη της Χρυσής Αυγής, ενός πολιτικού κόμματος, που προωθούν τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό και συνδέονται με βίαιες επιθέσεις κατά ατόμων που θεωρούνταν ότι είναι μετανάστες και πρόσφυγες -και πολλοί από τους οποίους ήταν μουσουλμάνοι- έχουν εκλεγεί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας.
Σύμφωνα πάντα με την εν λόγω έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ηγέτες και κυβέρνηση στην Ελλάδα καταδίκασαν δημόσια τις αντισημιτικές και ρατσιστικές επιθέσεις, αλλά παρατηρητές έχουν καλέσει τις (ελληνικές) αρχές να κάνουν περισσότερα για την αντιμετώπιση των ενεργειών βίας και μίσους από μέλη της Χρυσής Αυγής.
Μεταξύ άλλων, όπως αναφέρει το ΑΠΕ, επισημαίνεται ότι ο επικεφαλής της Χρυσής Αυγής “αρνήθηκε δημόσια και επανειλημμένα την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος, στο παρελθόν, σε δημόσιες εκδηλώσεις χαιρέτισε ναζιστικά τους οπαδούς του’ και ότι η εφημερίδα της Χρυσής Αυγής είναι κατά της διδασκαλίας της ιστορίας του Ολοκαυτώματος στα σχολεία.
Για την ιδεολογία και τις πράξεις της Χρυσής Αυγής, γίνεται αναφορά και στην περίπτωση που μέλος του συγκεκριμένου κόμματος διάβασε εντός της Βουλής αποσπάσματα από «Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών». Αναφορά γίνεται και για τις επιθέσεις εναντίον εβραϊκών νεκροταφείων στα Ιωάννινα και στη Δράμα.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα η Human Rights Watch, επικρίνουν την ελληνική αστυνομία ότι έχει καταβάλει “πολύ μικρή προσπάθεια” για τον περιορισμό των βίαιων ενεργειών της Χρυσής Αυγής. Τονίζεται δε ότι οι αστυνομικές αρχές διερευνούν τη συμμετοχή του εκπροσώπου του κόμματος σε ένοπλη ληστεία το 2007, καθώς και τη συμμετοχή δύο άλλων βουλευτών για φθορές και επιθέσεις κατά μεταναστών.
Στη συνέχεια, σημειώνεται ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ασκεί σημαντική κοινωνική, πολιτική και οικονομική επιρροή, ενώ ορισμένοι μη Ορθόδοξοι πολίτες εξέφρασαν παράπονα ότι αντιμετωπίζονται με καχυποψία ή τούς είπαν ότι δεν είναι πραγματικοί Έλληνες όταν αποκάλυψαν θρησκευτικές τους πεποιθήσεις σε άλλους Έλληνες πολίτες.
Μέλη μη ορθόδοξων θρησκευτικών ομάδων ανέφεραν περιστατικά κοινωνικών διακρίσεων, τονίζεται στην έκθεση, διατυπώνοντας επίσης τον ισχυρισμό ότι τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης «υποεκπροσωπούνται» στον δημόσιο τομέα.
Αναφορά γίνεται και σε συναντήσεις που είχαν σε τακτική βάση με αξιωματούχους της κυβέρνησης και με θρησκευτικούς ηγέτες, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα και ο γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την προώθηση της θρησκευτικής ανοχής, την ενθάρρυνση του διαθρησκειακού διαλόγου, και τη διερεύνηση των καταγγελιών για διακρίσεις.
Οι συντάκτες της έκθεσης καταγράφουν και το γεγονός ότι το 2012 εφαρμόστηκε σε δύο περιπτώσεις η νομοθεσία περί βλασφημίας. Η πρώτη αφορούσε υπόθεση σύλληψης 27χρονου νεαρού που έφτιαξε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης με σατυρική μορφή, χρησιμοποιώντας το όνομα «Γέροντας Παστίτσιος» και η δεύτερη υπόθεση αφορούσε την αγωγή για βλασφημία που κατέθεσε η Μητρόπολη Πειραιά κατά του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του θεατρικού έργου «Κόρπους Κρίστι».
Και γι’ αυτό το θέμα, σημειώνονται τα επεισόδια που προκάλεσαν οπαδοί της Χρυσής Αυγής για να σταματήσουν τις παραστάσεις και μάλιστα, όπως τονίζεται, μερικοί απ’ αυτούς, που ενεπλάκησαν σε συμπλοκές με την αστυνομία, είναι βουλευτές.