Ακόμα και για χρέη από 5.000 έως 10.000 ευρώ που έχουν βεβαιωθεί από τις Δ.Ο.Υ. πριν από την 31 Μαρτίου 2011 μπορεί να διωχθούν οι φοροοφειλέτες, χωρίς αυτό να παραβιάζει τις συνταγματικές επιταγές και τον Ποινικό Κώδικα. Αυτό υπογραμμίζει σε γνωμοδότησή του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και προϊστάμενος του οικονομικού εγκλήματος, Νίκος Παντελής, προς το υπουργείο Οικονομικών.
Όπως τονίζουν νομικοί κύκλοι, η γνωμοδότηση του κ. Παντελή «ανοίγει το δρόμο» για την κατάθεση εκατοντάδων αν όχι χιλιάδων ποινικών διώξεων σε βάρος φοροοφειλετών, κατόπιν παραγγελίας των διευθυντών των Δ.Ο.Υ. και των τελωνείων, ενώ παράλληλα θα «μπλοκάρουν» για ακόμη μια φορά τα ήδη βεβαρημένα δικαστήρια της χώρας.
Ειδικότερα, μετά την ημερομηνία ισχύος του νόμου, όποιος δεν καταβάλει τα βεβαιωμένα στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνειακά χρέη από 5.000-10.000 ευρώ προς το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ένα έτος.
Δηλαδή, με τον επίμαχο νόμο του 2011 το έγκλημα της μη καταβολής φόρων, τελωνειακών δασμών, κ.λπ. έγινε «διαρκές ή εν πάση περιπτώσει ημι-διαρκές ενόσω διαρκεί η σχετική παράλειψη» εξόφλησης των χρεών.
Αναλυτικότερα, η αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Οικονομικών ζήτησε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου τη γνώμη της για το εάν το σχετικό άρθρο νόμου καταλαμβάνει και χρέη από πέντε έως δέκα χιλιάδες ευρώ που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα πριν από την 31.3.2011, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου.
Ο κ. Παντελής αναφέρει στη γνωμοδότησή του ότι «ο Ν. 3943/2011, την διαρκούσα παράλειψη καταβολής των βεβαιωμένων στο δημόσιο χρεών, την κατέστησε διαρκές (ή έστω ημι-διαρκές) έγκλημα». Έτσι, συνεχίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, «η παράλειψη καταβολής των ήδη ληξιπρόθεσμων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού χρεών και η συνέχιση της παράλειψης αυτής ένα τετράμηνο μετά, νομιμοποιεί τον νομοθέτη να ορίσει ως χρόνο τέλεσης του σχετικού εγκλήματος, τον συγκεκριμένο χρόνο που ακολουθεί, κρίνοντας ότι αυτός είναι ο κρίσιμος για την θεμελίωση και ολοκλήρωση της αξιόποινης προσβολής της περιουσίας του δημοσίου». Η επιλογή αυτή, προσθέτει ο κ. Παντελής, «δεν αντίκειται στα άρθρα 7 του Συντάγματος και 1 του Ποινικού Κώδικα».
Ακόμη, ο εισαγγελικός λειτουργός υπογραμμίζει ότι με τον επίμαχο νόμο 3943/2011 «επιχειρείται ήδη μια νέα οριοθέτηση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος». Αυτό, «οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ποινικοποίηση της μη καταβολής ήδη ληξιπρόθεσμων (από κάθε αιτία) χρεών κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του Ν. 3943/2011 συνολικού ποσού ανώτερου των 5.000 ευρώ, δεν ενέχει στοιχεία αναδρομικής θεμελίωσης του αξιόποινου και συνεπώς είναι επιτρεπτή».
Συμπερασματικά και απαντώντας στο σχετικό ερώτημα -σημειώνει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου-, ότι «ληξιπρόθεσμα κατά την 31.3.2011 (από κάθε αιτία) χρέη προς το Δημόσιο και τους λοιπούς οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Ν. 1882/1990, συνολικού ποσού ανώτερου των 5.000 ευρώ, εφόσον δεν έχουν καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο μέχρι την 31.7.2011, συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που προβλέπεται από το εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτό ισχύει και οι υπαίτιοι μπορούν να καταμηνυθούν, χωρίς να τίθεται ζήτημα αναδρομικής θεμελίωσης αξιόποινου ή αναδρομικής εφαρμογής δυσμενέστερου ποινικού νόμου στην περίπτωση αυτή».
Μάλιστα, σημειώνει ο κ. Παντελής, είναι αδιάφορος ο χρόνος βεβαίωσης των χρεών, καθώς ο νόμος δεν κάνει καμία διάκριση.
Επιπρόσθετα, αναφέρει ο εισαγγελικός λειτουργός ότι «τα ίδια ισχύουν και για τα προγενέστερα της ημερομηνίας αυτής (31.3.2011) ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν έχει υποβληθεί κατά του υπαιτίου η σχετική μηνυτήρια αναφορά, περίπτωση η οποία εξ αντικειμένου αποκλείεται, ενόψει του ότι υπό το προισχύσαν καθεστώς δεν ήταν δυνατή υποβολή αυτοτελώς μηνυτήριας αναφοράς για χρέη κατώτερα των 10.000 ευρώ».