Ένα χρόνο μετά και η φωτιά στο Μάτι έχει αφήσει χαραγμένες στη μνήμη των ανθρώπων τραυματικές εμπειρίες, εικόνες φρίκης και ένα έρημο «μαύρο» τοπίο. Ένα χρόνο μετά και οι κάτοικοι προσπαθούν με δυσκολία να ξαναστήσουν τις ζωές τους πάνω σε ένα ξερό τοπίο που έγινε τάφος για 102 ψυχές.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που προσπαθούν να επαναφέρουν τη ζωή τους σε φυσιολογικούς ρυθμούς είναι και η Χριστίνα Κιντή. Η Χριστίνα είδε το σπίτι της να καίγεται ενώ και η ίδια ζει από… τύχη. Πριν λίγο καιρό ξεκίνησαν και οι εργασίες για να ξαναχτιστεί το σπίτι της οικογένειας.
Εδώ και ένα χρόνο ζει μαζί με τον άντρα και τα δυο της παιδιά σε ένα δωμάτιο στην ταράτσα. Εδώ και ένα χρόνο τρώνε από τα συσσίτια του στρατού… Εδώ και ένα χρόνο προσπαθεί να ξεπεράσει τον εφιάλτη που βίωσε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου του 2018.
Η Χριστίνα, συγκινημένη, περιγράφει στην κάμερα του newsbeast.gr τι συνέβη εκείνη τη μοιραία μέρα και πώς η φωτιά έφερε στη ζωή της τον Δημήτρη, με τον οποίο πλέον μοιράζονται μία δυνατή φιλία.
«Ήμουν εδώ στο σπίτι μου με τα δυο μου παιδιά, ο άντρας μου δούλευε. Γενικά εκείνη την ημέρα υπήρχε μία περίεργη ατμόσφαιρα, πολύ παράξενος καιρός. Ξέραμε για τη φωτιά στην Κινέτα και υπήρχε ο χρωματισμός, η μυρωδιά αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω πώς το καταλαβαίνουμε εδώ από την Κινέτα γιατί είναι μακριά. Κάποια στιγμή το απόγευμα κόπηκε το ρεύμα οπότε δεν είχαμε πληροφόρηση» αναφέρει.
Η Χριστίνα θυμάται ότι μιλούσε στο τηλέφωνο με φίλους της και της είπαν για φωτιά στο Νέο Βουτζά. Μόλις άκουσε ότι η φωτιά έφτασε στο Λύρειο Ίδρυμα αποφάσισε να φύγει. «Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η φωτιά θα έφτανε μέχρι εδώ γιατί ποτέ δεν έφτανε. Και με το που λέω στα παιδιά “βάλτε σαγιονάρες να φύγουμε”, ανοίγω την κουρτίνα να δω σε τι φάση είναι το τοπίο, υπάρχει μία πελώρια φωτιά πίσω από ένα σπίτι.
Δεν μπορούσα να προσδιορίσω πού ακριβώς, μάλλον στη Μαραθώνος και ήταν πελώρια. Δεν πρόλαβα να κλείσω ούτε παράθυρα ούτε τίποτα. Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και η φωτιά είχε φτάσει στο σύρμα του απέναντι σπιτιού και έκαιγε στα 10 μέτρα. Δεν υπήρχε ορατότητα από κάτω. Δεν υπήρχε ενημέρωση από κανέναν, δεν χτύπησε καμπάνα που λένε, τίποτα.
Και υπήρξε ένας πανικός. Με το που βγήκαμε από την καγκελόπορτα επικράτησε το χάος. Δεν ήξερα τι πρέπει να κάνω, καθαρά με ένστικτο και μόνο πήγα προς τα πάνω. Προς τα πάνω ήθελα να βγω θάλασσα αλλά όχι εδώ», τονίζει.
Όπως λέει, πίστευε ότι θα καίγονταν αν πήγαινε προς την παραλία στο Μάτι για αυτό και στόχος της ήταν να πάει στη Ραφήνα.
Η ίδια μιλάει και για την ιδιαίτερη γνωριμία της με το παλικάρι που της έδειξε το δρόμο της σωτηρίας της. «Κόλλησα στο δρόμο γιατί πήγα να πάρω μία φίλη μου που μου είπε ότι εγκλωβίστηκε. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε και πήγα να μπω στο δρόμο της (που έμενε) για να την πάρω μαζί μου. Αλλά δεν μπόρεσα να φτάσω ποτέ γιατί δεν με άφηναν να περάσω στο δρόμο της.
Τότε μπήκε μέσα ένα παλικάρι στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στην Αργυράς Ακτής και εκεί κόλλησα σε όλο αυτό το χαμό που έγινε. Με δυο παιδιά να ουρλιάζουν και η φωτιά να μας πλησιάζει. Και λέω “πάει αυτό ήταν”. Μετά από πάρα πολύ ώρα έφτασα στο “Στρογγυλό” που λέμε, λίγο μετά το Κόκκινο Λιμανάκι. Ένα τοπίο εφιαλτικό. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουμε το τι συνέβαινε. Έτρεμα ολόκληρη», αναφέρει.
«Το παλικάρι, μου έκανε νόημα να φύγω, να μην μπω στην οδό γιατί καίγονταν τα πάντα και έκανα όπισθεν. Δεν υπήρχε μυαλό, δεν υπήρχε μεθοδικότητα να σκεφτείς τι πρέπει να κάνεις. Δεν είχες το χρόνο, δεν μπορούσες, δεν γινόταν. Και μόλις ίσιωσα το αμάξι, μου χτύπησε το τζάμι για να μπει μέσα. Ούτε που καταλάβαινα τι έκανα, λέω μετά “να τον βάλω μέσα αυτόν, ποιος είναι αυτός, τί είναι αυτός”; Τα παιδιά μου να ουρλιάζουν, να μην ξέρω να ανοίξω το παράθυρο εκείνη τη στιγμή… ένας χαμός. Με τα πολλά μπήκε μέσα ο άνθρωπος και μου είπε: “πάμε θάλασσα, πάμε κάτω”.
Εγώ μένω εδώ τα τελευταία 12 χρόνια και εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα πώς να πάω στη θάλασσα κάτω. Και μου είπε “όχι από εκεί, από κάτω”. Και τελικά φτάσαμε στην Αργυράς Ακτής, τον άφησα εκεί. Εκείνος πρέπει να νόμιζε ότι εγώ θα κατέβω μαζί του αλλά εγώ δεν κατέβηκα ποτέ. Ήμουν τυχερή γιατί ήμουν από τους τελευταίους που το αμάξι μου κύλησε. Ήταν θέμα κλασμάτων δευτερολέπτων να μην μπορώ να φύγω».
Τελικά η Χριστίνα με τα δυο της παιδιά πήγαν σε συγγενικό της πρόσωπο στη Λούτσα όπου έμεινε εκεί το βράδυ. Ενδεικτικό της άγνοιας που επικράτησε γύρω από την πυρκαγιά στο Μάτι είναι ότι και οι δικοί της άνθρωποι στη Λούτσα δεν γνώριζαν ότι η φωτιά είχε φτάσει μέχρι εκεί.
Ο άνθρωπος που βοήθησε τη Χριστίνα και όχι μόνο είναι ο Δημήτρης Ματρακίδης που είδε το σπίτι του να καίγεται. Παρά τον κίνδυνο έκανε ό,τι περνάει από το χέρι του για να σώσει όποιον μπορούσε.
Ο Δημήτρης είδε τη φωτιά αλλά δεν πίστευε ότι θα φτάσει μέχρι το Μάτι. Η γυναίκα αλλά και η μητέρα του Δημήτρη προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι πρέπει να φύγουν. Ωστόσο, ο Δημήτρης τους έλεγε να μείνουν ψύχραιμες. Άλλωστε όπως χαρακτηριστικά λέει στο newsbeast.gr η περιοχή είχε ξαναπιάσει φωτιά αλλά δεν έφτανε ποτέ στο Μάτι.
«Τους έλεγα “ψυχραιμία, η φωτιά δεν έχει έλθει εδώ κοντά μας. Ψυχραιμία”. Με το που το λέω αυτό, ξαφνικά μου λέει η μάνα μου: “Δημήτρη αισθάνθηκα κάψιμο στο χέρι”. Ερχόντουσαν οι καύτρες, κομματάκια ξύλου, στάχτη. Και εκείνη την ώρα έγινε πανικός. Τρελαμένοι όλοι, πανικόβλητοι να φύγουμε».
Ο ίδιος θυμάται ότι ο 5χρονος γιος του κοιμόταν ενώ λίγο αργότερα αφού ξύπνησε από τον πανικό βγήκε στο δρόμο και τον έψαχναν. Τελικά, η γυναίκα με το παιδί και τα ανίψια του έφυγαν ενώ εκείνος έμεινε με τη μητέρα του για λίγο στο σπίτι.
Τελικά έφυγαν ενώ ο Δημήτρης ακόμα δεν είχε πειστεί ότι η φωτιά θα φτάσει τόσο χαμηλά. Βρήκε έναν γείτονα του λοιπόν και του ζήτησε να τον «πετάξει» μέχρι το σπίτι του.
«Έψαχνα να βρω κάτι πράγματα, χρήματα, μία μάσκα για τον καπνό. Με τα πολλά πολλά όμως ένιωσα φόβο, ήμουν μέσα στο σπίτι και έτρεμα από το φόβο από την ένταση. Δεν ξέρω. Και φεύγω και κατέβηκα τρέχοντας προς τη θάλασσα. Και τότε φώναζα στα αυτοκίνητα “πηγαίνετε προς τη θάλασσα”. Εκεί είδα μία κοπέλα με κάτι παιδιά μέσα στο αυτοκίνητο, μέσα στον πανικό. Δεν ήξερε που πήγαινε και μπαίνω μέσα και της λέω: “φύγε προς τη θάλασσα τώρα”. Και ευτυχώς ανοίξαμε το παράθυρο του αυτοκινήτου και κατεβήκαμε στην Αργυρά Ακτή».
Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει η Χριστίνα στο newsbeast.gr, δεν ξέρει τι θα συνέβαινε αν πήγαινε από το στενό που ήθελε αρχικά γιατί γινόταν χαμός από αυτοκίνητα, ξέρει όμως ότι πλέον μετά από τη φωτιά «κέρδισε» έναν φίλο.
«Δεν τον ήξερα τον Δημήτρη. Ήταν γείτονας αλλά δεν τον ήξερα. Ο Δημήτρης βοήθησε εκείνη την ημέρα πάρα πολύ κόσμο. Έμαθα ότι με έψαχνε και υπάρχει πλέον μία επικοινωνία με πολλή σεβασμό και εκτίμηση. Είναι από τις περιπτώσεις που λίγο να κοιταχτούμε στα μάτια φτάνει. Έχω γνωρίσει την οικογένεια του, τη μητέρα, την αδελφή, τη γυναίκα του. Είναι μία εξαιρετική οικογένεια. Είναι κάτι άλλο… δεν είναι ο κολλητός σου αλλά είναι μία πολύ συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μας που μας ένωσε που τα λέει όλα. Η εμπειρία δεν περιγράφεται, δεν την εύχομαι σε κανέναν», ανέφερε με δάκρυα στα μάτια.
Τα συναισθήματα είναι ίδια και από την πλευρά του Δημήτρη. Όπως αναφέρει στο newsbeast.gr, «με τη Χριστίνα και με πολλούς άλλους είμαστε αδέλφια. Φώναζα στη Χριστίνα όταν την είδα και της έλεγα “φύγε, πήγαινε προς τα κάτω”. Η γυναίκα δεν μπορούσε να οδηγήσει, δεν μπορούσε να ανοίξει το παράθυρο. Πλέον μιλάμε στο τηλέφωνο. Όποτε πάω στο Μάτι βρισκόμαστε, τα λέμε. Αυτό που θέλω είναι όταν γυρίσω με το καλό, όταν φτιάξω το σπίτι και γυρίσω θέλω να έχουμε μία σχέση αδελφική, να παίζουν τα παιδιά μας και να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας».
Η Χριστίνα λέει ότι η φωτιά στο Μάτι έχει επηρεάσει μικρούς και μεγάλους. Ενδεικτικά, η μικρή κόρη της όταν βλέπει ηλιοβασίλεμα «παγώνει» λόγω των χρωμάτων μιας και φοβάται λόγω φωτιάς.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχαστεί αυτή η εμπειρία. Έχει αφήσει το στίγμα του, το βλέπω στα παιδιά μου που είναι μικρά. Υπάρχουν θέματα. Βλέπουμε εφιάλτες τη νύχτα. Εγώ τουλάχιστον, τώρα είναι μία εβδομάδα, δεν ξέρω επειδή πλησιάζει το διάστημα, βλέπω ότι χάνω τα παιδιά μου… και ξυπνάω με ένα κόμπο στο λαιμό. Δεν είναι εύκολο για αυτούς που ήταν εδώ και είδαν τη λαίλαπα δεν είναι εύκολο» αναφέρει.
Και ο Δημήτρης όμως έχει εφιάλτες. Ένα χρόνο μετά από τη φονική φωτιά και ενώ προσωρινά μένει στην Καλλιθέα, ακόμα βλέπει στον ύπνο του εφιάλτες με πρωταγωνιστές τη γυναίκα και το παιδί του.
«Τις πρώτες μέρες όταν κοιμόμουν από τη μέση και κάτω κρύωνα, από τη μέση και πάνω ζεσταινόμουν. Γιατί στο νερό κρυώναμε και από πάνω ζέστη από τη φωτιά. Πολλές φορές επειδή είδα και απανθρακωμένους ανθρώπους, στο μυαλό μου έβαζα τη γυναίκα και το παιδί μου σε τέτοια θέση. Προσπαθώ όταν κοιμάμαι το βράδυ να μην τα σκέφτομαι. Τώρα που έχει περάσει ένας χρόνος για μένα είναι σα να έχει περάσει μία μέρα. Προσπαθώ να μην τα σκέφτομαι αλλά δεν μπορώ».
Ο ίδιος αναφέρει ότι νιώθει τύψεις για όλους τους ανθρώπους που δεν κατάφερε να σώσει. Νιώθει τύψεις για τους ανθρώπους που εκλιπαρούσαν για «βοήθεια» αλλά δεν μπορούσε κανείς να κάνει κάτι. Ο Δημήτρης τονίζει ότι η πιο συγκλονιστική στιγμή για εκείνον είναι όταν συνειδητοποίησε ότι είναι ζωντανός και είδε τη γυναίκα του στη Ραφήνα.
«Η εικόνα που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ είναι όταν έφτασα στο λιμάνι στη Ραφήνα και είδα τη γυναίκα μου εκεί. Κατέρρευσα. Και εγώ δεν πίστευα ότι ζω γιατί όλα ήταν σαν ταινία μπροστά μου. Κατέρρευσα, μετά την αγκάλιασα μέσα στο κλάμα και ήταν δίπλα τα φέρετρα. Και ήταν μία κυρία και κλαίγοντας μου έλεγε: “είδες αυτό τον κύριο; Φορούσε αυτά τα ρούχα”. “Όχι, δεν τον είδα” της έλεγα».