Αποφάσισαν να δώσουν το όνομα «Survivors2» για να υπενθυμίσουν τις δύο φορές που βγήκαν νικητές. Πρόσφυγες- θύματα βασανιστηρίων που ζουν στην Ελλάδα σύστησαν την ομάδα παρέμβασης «Survivors2» με σκοπό να ευαισθητοποιήσουν πολιτικούς και πολίτες για τα δικαιώματά τους και την ανάγκη αποκατάστασής τους.
«Επιλέξαμε αυτό το όνομα γιατί όλοι επιζήσαμε από τα βασανιστήρια στις χώρες μας και τώρα δίνουμε για άλλη μια φορά αγώνα για την επιβίωσή μας εδώ στην Ελλάδα», εξήγησε ο Ντέιβιντ από την κεντρική Αφρική, μέλος της ομάδας, κατά τη διάρκεια διεθνούς συνεδρίου για την αποκατάσταση των θυμάτων βασανιστηρίων.
Όπως περιέγραψε, «πέρασα από πολλές χώρες, αναζήτησα την ελευθερία μου και σε κάθε στάδιο της διαδρομής μου, στο Καμερούν, το Μπενίν, την Τουρκία βίωσα τα τραύματα ξανά λόγω των συνθηκών διαβίωσης. Όμως η κατάσταση στη Λέσβο ήταν εφιάλτης. Φοβόμουν να κοιμηθώ, δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί όταν θα κλείσεις τα μάτια σου. Ήρθα εδώ για να βρω ασφάλεια και ελευθερία και αυτό που πήρα ήταν περιορισμός της ελευθερίας και απειλή βίας». Ακόμα και σήμερα που ζει στην Αθήνα ο Ντέιβιντ εξομολογήθηκε ότι δεν έχει καμία αίσθηση ασφάλειας, σταθερότητας και ιδιωτικότητας «και όλα αυτά προστίθενται στο αρχικό τραύμα».
Τα μέλη της ομάδας «Survivors2», πρόσφυγες και μετανάστες, είναι πρώην και νυν ωφελούμενοι της κλινικής αποκατάστασης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα για θύματα βασανιστηρίων στην Αθήνα. Από το 2014 μέχρι τον Απρίλιο του 2019 η κλινική, που λειτουργεί σε συνεργασία με τις οργανώσεις Βαβέλ και Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, πρόσφερε υποστήριξη σε 775 άτομα. Από αυτούς το 84,5% είναι άνδρες. Τα θύματα προέρχονται από 40 χώρες, με τους περισσότερους να είναι από το Κονγκό (26,6%). Επίσης, το 10,7% κατάγεται από τη Συρία, το 10,1% από το Ιράν, το 6,5% από το Καμερούν και το 5% από το Αφγανιστάν.
Ο Μπεν Ντουπρί από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, ο οποίος υποστήριξε τη δημιουργία της ομάδας πριν από οκτώ μήνες δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι η οργάνωση τους ενθάρρυνε να μιλήσουν για τα δικαιώματά τους ως ειδικοί και όχι ως αδύναμα θύματα.
Σήμερα το γκρουπ αριθμεί περίπου 15 μέλη και ένας σημαντικός ρόλος τους είναι να συμβουλεύουν τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα για τις δράσεις που αναλαμβάνουν για την υποστήριξη των θυμάτων, καθώς και να συμμετέχουν στις συνεντεύξεις για την πρόσληψη γιατρών στην οργάνωση.
Η Χαντίλ είναι μέλος της ίδιας ομάδας. Όπως επισήμανε, «υπάρχουν πολλές διαφορετικές προκλήσεις στο ταξίδι προς την αποκατάσταση στην Ελλάδα: η γλώσσα, ο ρατσισμός, το νομικό καθεστώς, οι συνθήκες διαβίωσης, η αναζήτηση υποστήριξης». Όταν απευθύνθηκε στην κλινική αποκατάστασης των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» η Χαντίλ αισθανόταν φόβο να μιλήσει για τις εμπειρίες της και να εμπιστευτεί τους ανθρώπους. «Όταν με προσκάλεσαν να συμμετάσχω στο γκρουπ, ήμουν καχύποπτη. Στην αρχή δεν αισθανόμουν άνετα. Υπήρχαν άνθρωποι από πολλές διαφορετικές χώρες, διαφορετικούς πολιτισμούς και όλο αυτό με τρόμαξε», εξομολογήθηκε και πρόσθεσε: «Ωστόσο, υπήρχαν επιζώντες σαν εμένα και κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνη. Είμαι η μόνη αραβόφωνη στο γκρουπ, αλλά όλοι μιλάμε την ίδια γλώσσα λόγω του κοινού παρελθόντος μας. Όμως, ένας από τους κανόνες μας είναι ότι δεν μιλάμε για το παρελθόν αυτό. Μιλάμε για το τι θέλουμε για το κοινό μας μέλλον».
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες θύματα βασανιστηρίων στην Ελλάδα συνίστανται σε τρεις κατηγορίες, όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Χρήστος Ελευθεράκος, ο οποίος ασχολείται με τα δικαιώματα των θυμάτων στην κλινική. Η βασική πρόκληση είναι η στέγαση. Μπορεί το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων να στεγάζεται σε επίσημες δομές, ωστόσο υπάρχουν αρκετά θύματα που είναι άστεγα ή σε επισφαλή στέγαση. Επίσης, όπως διευκρινίζει ο ίδιος, στην πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής για την αποχώρηση από τα διαμερίσματα του προγράμματος ESTIA των επί μακρόν διαμενόντων προσφύγων, στις κατηγορίες εξαίρεσης δεν υπάρχει ξεχωριστή αναφορά στα θύματα βασανιστηρίων, παρά μόνο στους ευάλωτους λόγω ψυχικής υγείας.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην πρόσβαση των θυμάτων στο άσυλο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο κ. Ελευθεράκος, το 54% των θυμάτων βασανιστηρίων που εντοπίστηκαν από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα στη Λέσβο, δεν είχαν ταυτοποιηθεί από τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας. «Η όλη διαδικασία πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ότι τα θύματα θα μεταφέρονται στην ενδοχώρα, αλλά υπάρχουν καθυστερήσεις στη μεταφορά που σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούν τους έξι μήνες», προσθέτει.
Όπως υπογράμμισε εξάλλου κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Φιλίπ Λεκλέρκ, υπάρχουν μεγάλα κενά στον εντοπισμό της ευαλωτότητας στα νησιά και τον Έβρο, καθώς δεν υπάρχουν αρκετοί γιατροί, διερμηνείς και ψυχολόγοι.
Τέλος, υπάρχουν προκλήσεις και στην πρόσβαση στη δημόσια υγεία, καθώς δεν υπάρχουν αρκετοί γιατροί που να έχουν λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση προκειμένου να πιστοποιήσουν τα θύματα βασανιστηρίων.