«Καχεκτικά» είναι τα μύδια που παράγονται στη χώρα μας καθώς, λόγω της εντατικοποίησης της καλλιέργειας και των λανθασμένων διαχειριστικών πρακτικών, δεν ακολουθούνται οι ενδεδειγμένοι, επιστημονικά, μέθοδοι για τη σωστή ανάπτυξή τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα μύδια να είναι μεν βρώσιμα, αλλά το «σώμα» μέσα στο κέλυφος να είναι μικρό.
Στο συμπέρασμα καταλήγει έρευνα του Τμήματος Τεχνολογίας Αλιείας & Υδατοκαλλιεργειών του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης με θέμα «Η Μυδοκαλλιέργεια στην Ελλάδα. Μισός αιώνας εμπειρία και μελλοντική προοπτική της».
«Για πρώτη φορά γίνεται ανασκόπηση της εξέλιξης της δραστηριότητας από άποψη διαχείρισης της μυδοκαλλιέργειας σε βάθος πενηνταετίας, επισημαίνονται τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά και διαχειριστικά προβλήματά της και δίνεται η μελλοντική προοπτική του κλάδου» αναφέρεται στη μελέτη που εκπόνησαν οι Σοφία Γαληνού – Μητσούδη, Ι. Σαββίδης και Α. Μωρίκη.
Οι λανθασμένες διαχειριστικές πρακτικές των μυδοκαλλιεργητών, υπογραμμίζουν οι επιστήμονες, οδηγούν σε μείωση της παραγωγής αφού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κ. Μητσούδη στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, οι μυδοκαλλιεργητές έχουν την εσφαλμένη άποψη ότι όσo πιο πολλές αρμαθιές βάζουν, τόσα πιο πολλά μύδια θα παράγουν.
«Για να καταλάβετε, η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι η απόσταση μεταξύ των αρμαθιών θα πρέπει να είναι ≥ 50 cm, το μήκος της αρμαθιάς <4 m και το βάρος αρμαθιάς δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 15 kg/m. Στην πράξη, όμως, οι καλλιεργητές τηρούν γενικά μόνο το μήκος της αρμαθιάς ενώ η πυκνή τοποθέτησή τους δημιουργεί παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του νερού, συντελώντας έτσι στην καχεκτική ανάπτυξη των μυδιών» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μητσούδη.
Οι μελετητές τονίζουν ότι, «η ανάπτυξη της μυδοκαλλιέργειας έγινε χωρίς έγκαιρη επιστημονική και θεσμική υποστήριξη με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει χρονίζοντα σοβαρά προβλήματα ο κλάδος, όπως οργανωτικά, θεσμικά, επιστημονικά, περιβαλλοντικά και διαχειριστικά».
Οι επικείμενες εγκρίσεις Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατο (οστρακο-) καλλιεργειών (Π.Ο.Α.Υ.) που ήδη έχουν καθυστερήσει δεκαετίες, θα μπορέσουν να βελτιώσουν ορισμένα οργανωτικά θέματα. Ο σχεδιασμός τους, όμως, για τον αριθμό και τη θέση των μονάδων που θα λειτουργήσουν και οι πιο κατάλληλες διαχειριστικές πρακτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν, μπορεί και πρέπει να προσδιοριστούν για κάθε Π.Ο.Α.Υ. βάσει του υδροδυναμικού μοντέλου, των τροφικών διαθεσίμων και τη φέρουσα ικανότητα της κάθε περιοχής.
Μυδοκαλλιεργητές οι αρχαίοι Ελληνες!
Ο Αριστοτέλης (4ος αιώνας π.Χ.) στο «Περί τα ζώα ιστοριών», αναφέρει ότι οι Έλληνες συντηρούσαν όστρακα ζωντανά σε κιούρτους, που ορισμένες φορές τα τάιζαν για απόκτηση βάρους για να τα χρησιμοποιήσουν μαζικά. Αυτή η ενέργεια, υπογραμμίζεται στην έρευνα, δηλώνει μια πρώιμη μορφή καλλιέργειας.
Στην ανασκόπηση των τριών επιστημόνων, που βασίζεται σε διάσπαρτες παλαιότερες πληροφορίες, δημοσιεύσεις καθώς και σε μεμονωμένες έρευνες, όπως για παράδειγμα οι πτυχιακές εργασίες φοιτητών του Τμήματος Τεχνολογίας Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών του ΑΤΕΙΘ, επιχειρείται για πρώτη φορά, η διαχρονική καταγραφή και αποτίμηση της μυδοκαλλιέργειας στη σύγχρονη Ελλάδα, με έμφαση στις διαχειριστικές πρακτικές, το περιβάλλον και τις μελλοντικές δυνατότητές της.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, η καλλιέργεια μυδιών άρχισε λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1940), σε πολύ περιορισμένη κλίμακα, κυρίως στους κόλπους του Σαρωνικού και της Θεσσαλονίκης.
Στην περίοδο μέχρι και το 2000, σημειώθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός εγκαταστημένων μονάδων ενώ στη συνέχεια, ο αριθμός αυτός έμεινε σχετικά σταθερός με το μεγαλύτερο ποσοστό μονάδων (86%) και δυναμικότητας (68%) να εντοπίζεται στους κόλπους Θεσσαλονίκης και Θερμαϊκού.
Θεσσαλονίκη
Η πρώτη παραχώρηση χώρου για εκτροφή μυδιών που καταγράφηκε στη Βόρεια Ελλάδα, αφορούσε πασσαλωτή μονάδα στον ΒΑ κόλπο Θεσσαλονίκης το 1955. Η δεύτερη ήρθε αρκετά αργότερα, το 1961.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και εφεξής άρχισε να αυξάνει ραγδαία το ενδιαφέρον της καλλιέργειας του μυδιού και οι πασσαλωτές μονάδες πολλαπλασιάστηκαν εκατέρωθεν των εκβολών του Αξιού (Χαλάστρα, Λουδίας) ενώ ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, επεκτάθηκαν και δυτικά των εκβολών του Αξιού.
Ημαθία
Μυδοκαλλιεργητές της περιοχής Θεσσαλονίκης, παράλληλα με την εγκατάσταση μυδοκαλλιεργειών στις εκβολές του Αξιού, εγκατέστησαν πασσαλωτές μονάδες και στις εκβολές των ποταμών Λουδία και Αλιάκμονα. Αρχές της δεκαετίας του 1990, οι μυδοκαλλιεργητές προχώρησαν και στην εγκατάσταση πλωτών μονάδων.
Στην Ημαθία, την τελευταία 10ετία, οι πασσαλωτές μονάδες θεωρούνται υποστηρικτικές εγκαταστάσεις των πλωτών και λειτουργούν εποχικά.
Πιερία
Το 1983, εγκαταστάθηκε στην Πιερία η πρώτη πασσαλωτή δοκιμαστική μυδοκαλλιέργεια από υπηρεσιακούς και παραγωγικούς φορείς, χωρίς να υπάρξει συνέχεια. Το 1986, όμως, λειτούργησε η πρώτη πλωτή μονάδα στη βόρεια Ελλάδα, στο Μακρύγιαλο, και σταδιακά αυξήθηκε σημαντικά η εγκατάσταση και νέων πλωτών μονάδων.
Καβάλα
Η πρώτη λειτουργία πασσαλωτής μονάδας στην περιοχή της Κεραμωτής Καβάλας σημειώνεται το 1976 για να φτάσουν τις πέντε, το 1983. Η μυδοκαλλιέργεια με το πασσαλωτό σύστημα υποχώρησε και πλωτές μονάδες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή κυρίως τη δεκαετία του 1990. Σήμερα, λειτουργούν 17 πλωτές μονάδες.