Όταν το συντηρητικό κόμμα της Αυστρίας του καγκελαρίου, Σεμπάστιαν Κούρτς, ψήφιζε πέρσι τον Ιούλιο μαζί με τους συμμάχους του Ακροδεξιού Εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων, όπως επίσης και το νεοφιλελεύθερο κόμμα της αντιπολίτευσης ΝΕΟΣ (Νέα Αυστρία), τον αμφιλεγόμενο νόμο της κυβέρνησης για τη θέσπιση δωδεκάωρου ημερήσιας εργασίας ή εξηντάωρης εβδομάδας εργασίας, πολλοί πίστεψαν ότι άνοιξε ο ασκός του Αιόλου στην Ε.Ε για κατάργηση του 8ώρου ως ξεπερασμένου πλέον μέτρου στην οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων.
Φωνές για ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας άρχισαν να ακούγονται από συντηρητικούς κύκλους και εκπροσώπους εργοδοσίας και σε άλλες χώρες, ενώ δεν έλειψαν από κάποια γνώριμα λόμπι στο Ευρωκοινοβούλιο προσπάθειες να τεθεί σε αμφισβήτηση η Οδηγία 2003/88/ΕΚ, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Σερεμέτη, Αν. Καθηγητή στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου, «η όποια αμφισβήτηση του 8ωρου προτρέπει σε περαιτέρω απορρύθμιση του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ότι αφορά την περιφρούρηση του».
Όπως δηλώνει ο καθηγητής στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στην Ελλάδα, μάλιστα, αυτό παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς, «με το μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων διαμορφώνονται μαζί με τις εργασιακές σχέσεις και προσωπικές σχέσεις οι οποίες εκ των πραγμάτων παραβιάζουν τους όρους της Οδηγίας της Ε.Ε καθώς επιβάλλονται πιέσεις άλλων ρυθμίσεων και συννενοήσεων».
Για τον κ. Σερεμέτη οι μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» που επιβλήθηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας, με τη συνδρομή της διόγκωσης της ανεργίας, έχουν αποκαθηλώσει επί της ουσίας τον κανόνα του οκταώρου στη χώρα, δίνοντας ωστόσο τον τόνο στις δυσκολίες εποπτείας εφαρμογής των κανόνων προστασίας.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι με την Οδηγία της ΕΕ κατοχυρώνονται οι 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, με δυνατότητες ευελιξίας όμως σε ευρύτερες περιόδους αναφοράς και ρήτρες εξαίρεσης τόσο κρατών όσο και των εργαζόμενων που προαιρετικά θέλουν να δουλέψουν παραπάνω. Οι παραπάνω ώρες θα πρέπει να πληρώνονται ξεχωριστά ως υπερωρίες
Συγκεκριμένα στο άρθρο 6, η ευρωπαϊκή οδηγία ορίζει:
«Τα κράτη µέλη θεσπίζουν τα αναγκαία µέτρα ώστε, σε συνάρτηση µε τις επιταγές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζοµένων:
α) η εβδοµαδιαία διάρκεια εργασίας να περιορίζεται µε νοµοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ήµε συλλογικές συµβάσεις ήσυµφωνίες µεταξύ κοινωνικών εταίρων·
β) ο χρόνος εργασίας να µην υπερβαίνει, ανά επταήµερο, τις 48 ώρες, κατά µέσο όρο, συµπεριλαµβανοµένων των υπερωριών».
Η περίοδος αναφοράς μπορεί να επεκταθεί με νόμο σε έξι μήνες για ορισμένους κλάδους (εργαζόμενοι σε νοσοκομεία, μεταφορές, ποντοπόρα αλιευτικά πλοία, λιμάνια, αεροδρόμια, τουρισμό, γεωργία, μεταφορά Ενέργειας, υπηρεσίες, Τύπο, ραδιοτηλεόραση, μετακινούμενοι εργαζόμενοι, φύλακες κ.λπ.), καθώς και με Συλλογική Σύμβαση, σε ανώτατο όριο δώδεκα μηνών για όλους.
Σύμφωνα με εργατολόγους κάτι τέτοιο δεν είναι δυσμενές για τον εργαζόμενο, αφού ουσιαστικά εργάζεται τις ίδιες συνολικά ώρες. Το ζήτημα ωστόσο παραμένει ο τρόπος εποπτείας.
«Εκτός από το περιεχόμενο των νομοθετικών ρυθμίσεων ο εργάσιμος χρόνος καθορίζεται τελικά από την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών εποπτείας της εφαρμογής των νόμων και βεβαίως από την ετοιμότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να περιφρουρήσει τις κατακτήσεις του», σημειώνει ο καθηγητής Δημήτρης Σερεμέτης.