Την επανεξέταση της απόφασης για τη μεταφορά σημαντικών βυζαντινών ευρημάτων από την περιοχή του σταθμού «Βενιζέλου» του μετρό, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, και την εξάντληση όλων των περιθωρίων ανεύρεσης τεχνικής λύσης για τη διατήρησή τους σε επισκέψιμο χώρο εντός του σταθμού, ζητά με ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων.
Παράλληλα, ζητά «να ανοίξει η ανασκαφή στο κοινό, για να επισκεφτούν το μοναδικό αυτό εύρημα οι πολίτες της Θεσσαλονίκης και κάθε ενδιαφερόμενος, προκειμένου να σχηματίσουν σαφή αντίληψη για το πόσο σημαντική είναι η διατήρησή του», ενώ σε κάθε περίπτωση αναφέρει «ότι θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να δημοσιοποιηθεί το θέμα στην επιστημονική κοινότητα της χώρας μας και διεθνώς».
Ο ΣΕΑ εξηγεί με λεπτομέρεια τους λόγους που διαφωνεί με την πρόσφατη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου που τάχθηκε υπέρ της απόσπασης και της μεταφοράς των αρχαιοτήτων στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της Δυτικής Θεσσαλονίκης, συναινώντας, όπως αναφέρει, στην εισήγηση των τεχνικών της Αττικό Μετρό, καθώς και στην υπογραφή της Υπουργικής Απόφασης.
«Η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από την 9η ΕΒΑ στην περιοχή του σταθμού Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη έφερε στο φως με εντυπωσιακή πληρότητα την ”καρδιά” της κοσμικής πόλης των βυζαντινών χρόνων: τμήμα μήκους 76 μ. του κεντρικού πλακόστρωτου δρόμου (decumanus) σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης, κτιριακά λείψανα της πόλης από τον 6ο έως και τον 9ο αιώνα μ.Χ., αλλά και μεγάλα δημόσια οικοδομήματα του 7ου αιώνα φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο για το βυζαντινό κόσμο. Ο κεντρικός οδικός άξονας της βυζαντινής πόλης εκτείνεται σε βάθος έξι μέτρων κάτω από τη σύγχρονη Εγνατία οδό, χαραγμένος στην ίδια κατεύθυνση, ενώ η σήραγγα του μετρό βρίσκεται και αυτή στην ίδια κατεύθυνση σε μεγαλύτερο βάθος (περίπου 11 μέτρα). Πρόκειται για μια πραγματική “εικονογράφηση” της διαχρονικής πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, μια μοναδική περίπτωση όπου διαδοχικές ιστορικές φάσεις της πόλης, το παρελθόν και το παρόν της, μπορούν να ιδωθούν ως ένα σύνολο», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση.
Και συμπληρώνεται ότι «το θέμα θα πρέπει να απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα στο σύνολό της, αλλά και την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, καθώς οι αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης έχουν ήδη πληρώσει υπέρογκο τίμημα μέχρι σήμερα: όλη σχεδόν η εντός των τειχών (intra muros) πόλη ανοικοδομήθηκε μεταπολεμικά, χωρίς να πραγματοποιηθεί ανασκαφική έρευνα στα οικόπεδα των ιδιωτών, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτή η ανατριχιαστική πρακτική των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών είχε ως αποτέλεσμα να αφανιστούν τα κατάλοιπα αλλά και η ιστορική γνώση για τη σημαντικότερη, μετά την Κωνσταντινούπολη, πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Επίσης, γίνεται λόγος για άλλα τμήματα της αρχαίας και βυζαντινής Θεσσαλονίκης που αποσπάστηκαν, καθώς βρέθηκαν στον άξονα της σύγχρονης Εγνατίας από τον οποίο θα διέλθει το μετρό. «Οι αρμόδιοι δεν έλαβαν υπόψη τους τις έγκαιρες προειδοποιήσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για τη διέλευση της γραμμής από άλλο σημείο, ώστε και οι σημαντικές αρχαιότητες να διασωθούν και τυχόν καθυστερήσεις να αποφευχθούν. Αντιθέτως, υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια να ”φορτωθούν” στις αρχαιολογικές έρευνες οι καθυστερήσεις και οι ανατιμήσεις των έργων, παρότι οι υπεύθυνοι γνώριζαν, πολύ πριν ξεκινήσει το έργο, τις δυσκολίες και παρότι είναι γνωστό ότι οι περισσότερες καθυστερήσεις οφείλονται σε τεχνικούς λόγους», επισημαίνεται.
«Ένας αρχαίος δρόμος δεν μπορεί να καταστεί ”έκθεμα”: αν μετακινηθεί σε άλλη θέση, χάνει την ιστορία του και τη θέση του ως δρόμου της πόλης. Αντιθέτως, αν βρεθεί τεχνική λύση για να αναδειχθεί κατά χώραν ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός του σταθμού του μετρό, θα αποτελέσει μοναδικό παράδειγμα διατήρησης της διαχρονίας της πόλης και πόλο έλξης επισκεπτών στη Θεσσαλονίκη», καταλήγει η ανακοίνωση.