Σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ την τύχη να αποκτήσουν μια πραγματική κυβέρνηση σύμφωνα με τα στοιχεία των Κ. Παπαρρηγόπουλου, Π. Καρολίδη, Γ. Αναστασιάδη και Ν. Μουτσόπουλου που δημοσιεύθηκαν στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους των Εκδόσεων Αλέξανδρος.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η οικονομική διαχείριση εκείνων των χρόνων να είναι τουλάχιστον…προβληματική.
Στην τρίτη εθνική συνέλευση στις 11 Απριλίου 1827 η επιτροπή για τους εθνικούς λογαριασμούς παρουσίασε μια σχετική έκθεση. Για να γίνουν κατανοητές οι αντιστοιχίες των ποσών που είναι σε γρόσια θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η ισοτιμία ενός γροσιού διέφερε από περιοχή σε περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά σε γενικές γραμμές ένας άνθρωπος της εποχής εκείνης πολλές φορές χρειαζόταν να εργαστεί ακόμα και ένα μήνα για να πάρει…ένα γρόσι.
Η επιτροπή, όπως αναφέρει το news.gr, που είχε δημιουργηθεί με βάση το ψήφισμα στις 13 Απριλίου 1826 της εθνικής συνέλευσης «για επεξεργασία των εθνικών λογαριασμών από τις αρχές της Α’ περιόδου μέχρι το τέλος της Γ’ περιόδου», εργάστηκε ένα χρόνο σχεδόν για αυτό και ξεπλήρωσε συνειδητά το καθήκον της «παρ’ όλο που μέλη της δεν έδειξαν το ενδιαφέρον που έπρεπε» αποτελείτο από 5 μέλη.
Την επιτροπή αυτή αποτελούσαν ο κ. Πολυάδης, ο Κ. Τασσίκας, ο Μ. Κ. Πάγκαλος, ο Χριστόδουλος Οικονομίδης, ο Α Σκανδαλίδης.
Από την έκθεση αυτή βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα.
Τα εθνικά κατάστιχα ήταν «νοθευμένα και γεμάτα καταχρήσεις, πλαστογραφίες, ελλείψεις, λάθη και παρανομίες».
Τα έξοδα υπολογίστηκαν από τα βιβλία που βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση, από την Α’ περίοδο 2.138.824 γρόσια, από την Β’ 14.933.069 και 11 και από την Γ’ περίοδο 53.044.894 και 25. Συνολικά 70.166.787 και 36.
«Πόσα ήσαν πραγματικά τα έσοδα και τα έξοδα της Α’, της Β’ και της Γ’ περιόδου είναι αδύνατο να υπολογιστεί από τα εθνικά κατάστιχα, τα οποία βρίσκονταν σε τόσο άθλια κατάσταση που ήταν σαν να μην υπάρχουν καθόλου». Τελικά έστω και από αυτά όσο νοθευμένα και αν ήταν, φαίνεται ξεκάθαρα πως το ταλαίπωρο έθνος αν και βρισκόταν σε τόσο δύσκολη κατάσταση, πλήρωνε όσους φόρους μπορούσε και αναλάμβανε μεγαλύτερες υποχρεώσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις θυσίες χρησίμευσαν για οτιδήποτε άλλο μάλλον, παρά για τις ανάγκες του πολέμου.
Σύμφωνα με τον Α’ νόμο της διοίκησης της Α’ περιόδου τυπώθηκαν εθνικές ομολογίες 17.250, αξίας 5.000.000 γροσίων.
Από τις ομολογίες αυτές εκδόθηκαν 3.688 που άξιζαν 1.471.000 γρόσια, ενώ ανέκδοτες βρέθηκαν μόνο 408 που άξιζαν 42.100 γρόσια.
Έλειπαν μόνο 13.154 που άξιζαν 3.486.000 γρόσια.
«Οι άνθρωποι που είχαν διοριστεί στο υπουργείο της Οικονομίας στη Α’ και Β’ περίοδο, οφείλουν να επιστρέψουν ή να εξασφαλίσουν το έθνος για αυτές τις ομολογίες» αναφέρει η έκθεση.
Από τα εθνικά έσοδα από της αρχή της Α’ περιόδου μέχρι το τέλος της Γ’ καθυστερούσαν 4.471.354 και 30. Επειδή όμως τα έσοδα πολλών επαρχιών δεν είχαν καταγραφεί στα εθνικά κατάστιχα ήταν αδύνατο να γνωρίζουν οι αρμόδιοι ποιοι από τους ενοικιαστές των επαρχιών χρωστούσαν και πόσα ακριβώς ήταν τα χρέη τους.
Πουθενά δεν ήταν σημειωμένο «σε ποια μέρη δόθηκαν ή στάλησαν για κοινή χρήση μεγάλες ποσότητες σιτηρών, πολεμοφοδίων, ξυλείας και άλλων αγαθών που αγοράστηκαν με δημόσια χρήματα από το Υπουργείο Οικονομίας» και ούτε βιβλία των αποθηκών βρίσκονταν.
«Στα κατάστιχα βρίσκονται και παράνομες πωλήσεις εθνικών κτημάτων και ανύπαρκτες πληρωμές αυτών, όπως έκανε και ο υπουργός της Οικονομίας της Γ’ περιόδου στα εθνικά κτήματα που αγόρασε».
Η έκθεση αυτή αναφέρει ακόμα πως αγοράστηκαν πράγματα από το υπουργείο των πολεμικών για ανάγκες του στρατού. Επειδή όμως δεν χρησίμευσαν στο στρατό πουλήθηκαν πάλι από το ίδιο υπουργείο.
Ο υπουργός της οικονομίας της Γ’ περιόδου είχε την τιμή της αγοράς των πραγμάτων αυτών και ο υπουργός του πολέμου είχε την τιμή της πώλησής τους. Μόνο ο αρχικός κύριος των πραγμάτων δεν πήρε τίποτα μέχρι το τέλος. Πιο σπουδαίο όμως αναφέρει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους είναι το γεγονός πω; πουθενά δεν αναφέρονταν τα πολεμοφόδια που στάλθηκαν στην κυβέρνηση από την επιτροπή εθνικών δανείων του Λονδίνου, παρόλο που η αξία των πολεμοφοδίων αυτών ανερχόταν σε εκατομμύρια.
Πουθενά δεν ήταν σημειωμένες η λείες των πολέμων ούτε τα δικαιώματα που είχε το έθνος πάνω σε αυτές.
«Από τις εισφορές που δόθηκαν στο Έθνος από τους φιλέλληνες μέσα και έξω από την επικράτεια, από την αρχή του ιερού αγώνα μέχρι το τέλος της Γ’ περιόδου και οι οποίες ανέρχονταν σε εκατομμύρια γρόσια, δεν αναφέρονταν στα κατάστιχα παρά μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες γρόσια. Το ίδιο γινόταν και με τα χρήματα που μαζεύονταν από τους εράνου που γίνονταν κατά διαστήματα».
Η επιτροπή των Εθνικών λογαριασμών στην αρχή της έκθεσης της προς την Γ’ εθνική συνέλευση έλεγε: «Το έργο το οποίο ανέλαβε αυτή η εθνική συνέλευση, να γίνει δηλαδή μια επεξεργασία παλαιών λογαριασμών, είναι ένα από τα πράγματα εκείνα που στερεώνουν πραγματικά τις επικράτειες. Για να μπορέσει όμως να πραγματοποιηθεί αυτός ο σκοπός, θα πρέπει η σεβαστή εθνική συνέλευση να εξετάσει με βλέμμα προσεκτικό και έξυπνο, τις διάφορες επεξεργασίες αυτών των εθνικών λογαριασμών που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Μόνο έτσι θα μπορέσει ξεκάθαρα να καταλήξει σε τρόπους με τους οποίους το έθνος θα μπορεί να εμπιστεύεται στο εξής τα δημόσια πράγματα».
Χρυσά λόγια, πραγματικά, στα οποία η εθνική συνέλευση δε φαινόταν να δίνει καμιά προσοχή. Καμιά ενέργεια, αναφέρουν οι συγγραφείς της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, δεν βρήκαν να αναφέρεται στην έκθεση ή έστω τουλάχιστον κάποια αποδοκιμασία ή κατάκριση. Αντί για κάτι από όλα αυτά πάνω στο πρωτότυπο υπάρχει απλά σημειωμένη η λέξη «ανεγνώσθη».