Τη χορήγηση του 13ου και του 14ου μισθού από την 1η Ιανουαρίου 2013 σε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, την άμεση επανανομοθέτηση του 13ου και του 14ου μισθού στα επίπεδα του 2010, πριν από τις περικοπές των μνημονίων, καθώς και την άμεση ρύθμιση για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, διεκδικεί η ΑΔΕΔΥ, όπως σημείωσαν εκπρόσωποί της σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν. Περίπου 610.000 δημόσιοι υπάλληλοι διεκδικούν 700 εκατ. ευρώ από τα αναδρομικά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόματος αδείας.
Παράλληλα, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της ΑΔΕΔΥ, σημαντικές απώλειες καταγράφονται στο εισόδημα των δημοσίων υπαλλήλων μέσα στα χρόνια των μνημονίων, καθώς υπολογίζεται πως χάθηκε πάνω από το 30% του εισοδήματός τους. Μάλιστα, όπως επισημαίνουν, «από το 2011 έως το 2017, το κονδύλι για το σύνολο των αμοιβών του προσωπικού στο δημόσιο, πλην των ενστόλων, ψαλιδίστηκε κατά 2 δισ. ευρώ, από τα 10,1 δισ. ευρώ το 2011 υποχώρησε στα 8,8 δισ. ευρώ το 2017».
Με βάση τα στοιχεία που παρουσίασαν, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση από το τέλος όσον αφορά στην αγοραστική δύναμη των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ τόνισαν ότι οι αμοιβές υποχωρούν με ρυθμό μεγαλύτερο από τη μείωση του ΑΕΠ στη χώρα.
Μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ Ιωάννης Πάιδας, δήλωσε ότι τα προβλήματα των δημοσίων υπαλλήλων και, γενικά, του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος, είναι οξυμένα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, «ειδικά τη μνημονιακή περίοδο στην οποία έχει επιδεινωθεί δραματικά η οικονομική κατάσταση των δημόσιων λειτουργών».
Σύμφωνα με τον κ. Πάιδα, πρωτεύον πρόβλημα είναι η επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού, «η κατάργηση των οποίων ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για τη μισθολογική κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς αυτοί οι δύο μισθοί αποτελούσαν το ένα έβδομο, περίπου το 17% του συνολικού εισοδήματος των δημοσίων υπαλλήλων». «Ήμασταν η πρώτη κοινωνική ομάδα η οποία χτυπήθηκε τόσο πολύ οικονομικά.
Όπως επιχειρηματολόγησε και το έκτο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν η μόνη κοινωνική ομάδα η οποία έχει πληγεί τόσο πολύ οικονομικά, σε επίπεδο μάλιστα να μην μπορούν οι εργαζόμενοι-δημόσιοι υπάλληλοι να ζουν με συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Γι’ αυτό, έχουμε θέσει σαν πρώτο στόχο τη διεκδίκηση του 13ου και του 14ου μισθού, εφόσον η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχουμε επανέλθει στην κανονικότητα» είπε ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ.
Αναφορικά με τα βαρέα και ανθυγιεινά, ο κ. Πάιδας σημείωσε ότι έχουν γίνει πολλές συνδικαλιστικές παρεμβάσεις γι’ αυτό το θέμα, καθώς αφορά ένα σημαντικό κομμάτι των δημόσιων λειτουργών, περίπου 95.000. «Είναι ένα από τα πρωτεύοντα θέματα που διεκδικούμε σαν συνδικαλιστικό κίνημα. Για εμάς, αυτή η αναβολή που δόθηκε, σημαίνει μία προεκλογική σκοπιμότητα. Επειδή θα γίνουν μειώσεις στα βαρέα και ανθυγιεινά επιδόματα και επειδή πολλές ειδικότητες που τώρα λαμβάνουν βαρέο και ανθυγιεινό επίδομα από το δημόσιο, θα εξαιρεθούν πιθανώς από το νέο καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, εκτιμούμε ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να δοθεί η παράταση, για να μην έχει πολιτικό κόστος» σχολίασε ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ.
«Σημαντικό είναι και το θέμα των προσλήψεων, που συγκαταλέγεται στο τρίπτυχο του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος» δήλωσε ο κ. Πάιδας. Όπως είπε, «τη μνημονιακή περίοδο, το προσωπικό του δημοσίου μειώθηκε δραματικά κατά 126.926 εργαζόμενους. Το 2011, τα στελέχη του δημόσιου τομέα ανέρχονταν σε 692.000, ενώ, αυτήν τη στιγμή, αριθμούν σε 565.981 άτομα. Ειδικά, σε κάποιες κατηγορίες οργανισμών που είναι οι πιο νευραλγικοί για την εξυπηρέτηση των Ελλήνων πολιτών, όπως είναι η δημόσια παιδεία και η δημόσια υγεία, οι δείκτες είναι εντελώς καταστρεπτικοί. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο, για να λειτουργήσουν τα δημόσια σχολεία, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προσλάβει 20.000-22.000 αναπληρωτές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, τραγικά είναι τα στοιχεία που δίνονται από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ). Ιδιαίτερα, στους νοσηλευτές, στο ιατρικό και επιστημονικό προσωπικό, τα κενά σε κεντρικά νοσοκομεία είναι τεράστια» τόνισε ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, προσθέτοντας ότι το δημοσιονομικό κόστος της μισθοδοσίας για το ελληνικό κράτος, τα τελευταία επτά χρόνια, έπεσε περίπου κατά 20%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, το 2012, οι συμβασιούχοι εποχικοί ήταν 54.150, ενώ, το 2018, αριθμούσαν σε 80.962 άτομα. «Αυτή η διαφορά οφείλεται στην ανάγκη έκτακτης αντιμετώπισης λειτουργικών κενών που υπάρχουν» διευκρίνισε ο κ. Πάιδας.
Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας της ΑΔΕΔΥ Σταύρος Κουτσιουμπέλης, δήλωσε ότι τα υπερπλεονάσματα έχουν επιτευχθεί και από τις περικοπές του 13ου και του 14ου μισθού, αλλά και από την εισφορά αλληλεγγύης, η οποία είναι περίπου 100 ευρώ το μήνα για κάθε δημόσιο υπάλληλο. Σχετικά με το θέμα των βαρέων και ανθυγιεινών, ο κ. Κουτσιουμπέλης υποστήριξε ότι η κυβέρνηση το μεταθέτει για τη μετεκλογική περίοδο, «γιατί, προφανώς, γνωρίζει ότι το θέμα έχει κόστος για την ίδια, γι’ αυτό δεν το ρυθμίζει».
Ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ Γιώργος Πετρόπουλος, ανέφερε ότι οι μειώσεις μισθών υπερβαίνουν το 30%, ενώ έκανε λόγο για εκστρατεία κατασυκοφάντησης των δημοσίων υπαλλήλων. «Πάνω σε αυτήν τη λογική στηρίχθηκε μία προσπάθεια μείωσης μισθών, με απώτερο στόχο την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου» σημείωσε ο κ. Πετρόπουλος, χαρακτηρίζοντας το αίτημα για αυξήσεις και για την επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού ένα δίκαιο αίτημα. Όπως εξήγησε, κάθε αύξηση σε εργαζόμενο θα οδηγήσει συνολικά σε ανάπτυξη, σε φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα.