Λόγω της οικονομικής κρίσης, το Δημόσιο μπορεί να πληρώνει χαμηλότερους τόκους για τα χρέη του, απ’ ό,τι οι ιδιώτες για τις οφειλές τους προς το κράτος, αποφάνθηκε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Συγκεκριμένα, το Σώμα έκανε δεκτή την εισήγηση του συμβούλου Επικρατείας Παναγιώτη Ευστρατίου και έκρινε ότι κάτω από τις μνημονιακές επιταγές και τις παρούσες οικονομικές συγκυρίες δεν προσκρούει στις συνταγματικές επιταγές η νομοθετική εκείνη ρύθμιση, που προβλέπει ότι το Δημόσιο για τις οφειλές του πρέπει να καταβάλει τόκο υπερημερίας 6%, ενώ οι ιδιώτες που οφείλουν στο Δημόσιο πρέπει να πληρώνουν επιτόκιο από 8,75% έως 12,25%.
Το επίμαχο ζήτημα απασχόλησε το ΑΕΔ, μετά τις αντίθετες αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο και τον Άρειο Πάγο.
Ειδικότερα, το ΑΕΔ με την υπ’ αριθμ. 25/2012 απόφασή του, με ισχυρότατη πλειοψηφία, έκρινε κατ’ αρχάς, ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος δεν δικαιολογούν τη διαφοροποίηση του ύψους του επιτοκίου μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών.
Όμως, συνιστούν λόγους δημοσίου συμφέροντος η ανάγκη διασφαλίσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας του κράτους και η αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από τον νομοθέτη, οξείας δημοσιονομικής κρίσεως την οποία διέρχεται η Ελλάδα.
Για τη αντιμετώπιση της κρίσης αυτής και για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, συνεχίζει η δικαστική απόφαση, έχουν ήδη ληφθεί διάφορα μέτρα με σκοπό τη μείωση των δαπανών και την αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Μεταξύ των άλλων μέτρων, που έχουν ληφθεί, είναι οι περικοπές των αποδοχών και των συντάξεων, η αύξηση των φόρων, η επιβολή έκτακτων φόρων, η επιβολή εκτάκτου ειδικού τέλους ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών (χαράτσι) κ.λπ.
Μετά τα δεδομένα αυτά, υπογραμμίζεται στην απόφαση, η διαφοροποίηση αυτή στο ύψος του τόκου, που προβλέπει ο Κώδικας Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, δεν αντίκειται στα άρθρα 4 του Συντάγματος (ισότητα) και 25 (αρχή αναλογικότητας), λόγω «των συντρεχουσών περιστάσεων» και του σκοπού της επίμαχης διάταξης του εν λόγω Κώδικα.
Σε άλλο σημείο της απόφασης, το ΑΕΔ τονίζει ότι η διαφοροποίηση αυτή στο ύψος του τόκου δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος, που αφορά την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, καθώς προς αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσεως έχουν ληφθεί μέτρα που επιβαρύνουν οικονομικώς διάφορες και μεγάλες κατηγορίες πολιτών.
Υπενθυμίζεται ότι η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (απόφαση 2812/2011) έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η επίμαχη διάταξη που προβλέπει τη διάκριση μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών ως προς το ύψος του τόκου και παρέπεμψε το όλο θέμα προς οριστική κρίση στο ΑΕΔ, λόγω της διχογνωμίας (αντίθετων αποφάσεων) μεταξύ των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Από την άλλη πλευρά, ο Άρειος Πάγος, με σειρά αποφάσεών του (1127/2010, 1128/2010 κ.λπ.), έχει κρίνει ότι είναι συνταγματική η επίμαχη διάκριση για την επιβολή του τόκου και δεν αντιβαίνει στην ΕΣΔΑ.