Στο υπουργείο Δικαιοσύνης επέστρεψαν οι σύμβουλοι Επικρατείας το Προεδρικό Διάταγμα για την ευρύτατη συγχώνευση των 301 Ειρηνοδικείων της χώρας, αναβάλλοντας παράλληλα την επεξεργασία του, προκειμένου να τους σταλούν όλα εκείνα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για να διαπιστωθεί αν εκπληρώνεται ο συνταγματικός στόχος του «εξορθολογισμού του χάρτη των δικαστηρίων» αλλά και για να μην επαναληφθεί το «χάος» που δημιουργήθηκε από ανάλογη συγχώνευση του παρελθόντος.
Ειδικότερα, επί υπουργίας Μιλτιάδη Παπαϊωάννου ξεκίνησε η υλοποίηση της προσπάθειας για τη συγχώνευση των ειρηνοδικείων της χώρας. Τον Σεπτέμβριο του 2011, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης απέστειλε ερωτήματα στις Ολομέλειες των Εφετείων της χώρας, προκειμένου να εκφράσουν τη γνώμη τους για τη συγχώνευση των Ειρηνοδικείων, που υπάγονται στις περιφέρειές τους. Η επόμενη ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης απέστειλε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για «τη συγχώνευση ανενεργών ή υπολειτουργούντων Ειρηνοδικείων στην Επικράτεια». Με το διάταγμα αυτό επέρχεται «Καλλικράτης» στα Ειρηνοδικεία των 77 εφετειακών περιφερειών της χώρας. Έτσι, τα 301 Ειρηνοδικεία προβλέπεται να συγχωνευθούν κατά 50% και θα φτάσουν τα 153.
Η συγχώνευση των Ειρηνοδικείων κρίθηκε από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης επιβεβλημένη, καθώς κατά την τελευταία δεκαετία αρκετά από αυτά έχουν καταστεί ανενεργά ή υπολειτουργούν, καθώς εκδίδουν ελάχιστες υποθέσεις τον χρόνο, επιβαρύνοντας, όμως, έτσι το ελληνικό Δημόσιο με δυσανάλογες για τη χρησιμότητά τους δαπάνες.
Το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας (προεδρεύουσα η σύμβουλος Επικρατείας Μαρία Καραμανώφ και εισηγήτρια η πάρεδρος Φραντζέσκα Γιαννακού) στην υπ’ αριθμ. 169/2012 γνωμοδότησή του, αναφέρει κατ’ αρχάς ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης απέκλινε σε ορισμένα σημεία από τις επίμαχες γνωμοδοτήσεις των Ολομελειών των Εφετείων για τη συγχώνευση των Ειρηνοδικείων.
Ακόμη, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπενθυμίζουν ότι παρόμοιας έκτασης συγχώνευση Ειρηνοδικείου είχε γίνει με το ΝΔ 100/1969, η οποία όμως «δημιούργησε πλείστα προβλήματα», που σύμφωνα με τη σχετική εισηγητική έκθεση «εκλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την αγαθήν έναντι αυτών προαίρεσιν του Κράτους».
Σε αντίστοιχη έκθεση το 1980, προσθέτουν οι δικαστές, σημειώνεται ότι από τη συγχώνευση προκλήθηκε «πραγματικό χάος εις τον τομέα κάλυψης των δικαστηριακών αναγκών εις την ύπαιθρον χώραν». Κάτι που τελικά οδήγησε στην ανασύσταση μεγάλου αριθμού Ειρηνοδικείων.
Ερχόμενο το ΣτΕ στην τελευταία διετία, υπογραμμίζει ότι με πρόσφατους νόμους (3869/2010, 3994/2011, 4055/2012 κ.λπ.) οι αρμοδιότητες των Ειρηνοδικείων διευρύνθηκαν σημαντικά.
Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν ότι χρηματικές διαφορές που εκδικάζονται στα Ειρηνοδικεία αυξήθηκαν από 12.000 σε 20.000 ευρώ, οι μισθωτικές διαφορές αυξήθηκαν από 450 σε 600 ευρώ, ενώ στα Ειρηνοδικεία μεταφέρθηκε η δημοσίευση καταστατικών σωματείων, η δημοσίευση διαθηκών κ.λπ.
Δηλαδή, με άλλα λόγια αυξήθηκαν σημαντικά οι αρμοδιότητες και η δικαστηριακή ύλη των Ειρηνοδικείων.
Όμως, αναφέρεται στην επίμαχη γνωμοδότηση του ΣτΕ, «η συνολική αναδιάρθρωση του χάρτη των Ειρηνοδικείων προϋποθέτει εκτίμηση από τη Διοίκηση και της θεσπισθείσης σημαντικής διευρύνσεως των αρμοδιοτήτων τους, ενώ εξάλλου δεν έχουν αποσταλεί πλήρη ποσοτικά στοιχεία σχετικά με την απόδοση των ως άνω Ειρηνοδικείων και τα συνοδεύοντα το σχέδιο στοιχεία χρήζουν συμπληρώσεως».
Και χρήζουν συμπληρώσεως τα στοιχεία για τη συγχώνευση των Ειρηνοδικείων, προκειμένου το Συμβούλιο της Επικρατείας να διαπιστώσει, κατά την επεξεργασία του διατάγματος, εάν «η ευρύτατη συγχώνευση των Ειρηνοδικείων εκπληρώνει, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του Ν. 1756/1988, τον συνταγματικής περιωπής στόχο του “εξορθολογισμού του χάρτη των δικαστηρίων”, με την κατά το δυνατόν (ενόψει των τοπικών ιδιαιτεροτήτων) ισόρροπη κατανομή των Ειρηνοδικείων ανά περιφέρεια, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα του Ειρηνοδικείου, ως τοπικού δικαστηρίου, ευχερώς προσβάσιμου στον πολίτη, σε συνδυασμό με την αναμόρφωση των αρμοδιοτήτων του και ενόψει της ιδιαίτερης μέριμνας του ιστορικού νομοθέτη για τις ακριτικές και νησιωτικές περιοχές».
Κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο της Επικρατείας ζητάει από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης να συμπληρωθούν οι ελλείψεις με τα εξής στοιχεία: «α) τον αριθμό των κατατεθειμένων, εκκρεμών και διεκπεραιωθεισών υποθέσεων, του παρόντος και παρελθόντων ετών, σε όλα τα Ειρηνοδικεία εκάστης περιφέρειας (και όχι μόνο στα υπό συγχώνευση), κατά κατηγορία υποθέσεων (π.χ. πολιτικές, προανακριτικές, παραγγελίες κ.λπ.), με ιδιαίτερη αναφορά σε πρόσφατα (δηλαδή, μετά την έναρξη ισχύος των νόμων 3869/2010, 3994/2011 και 4055/2012) αριθμητικά δεδομένα, από τα οποία να προκύπτει ο φόρτος εργασίας εκάστου Ειρηνοδικείου, β) στη στελέχωση και λειτουργία των Ειρηνοδικείων (αριθμός ειρηνοδικών, δικαστικών γραμματέων, μεταβατικές έδρες κ.λπ.) και γ) σε οικονομικά δεδομένα (εξοικονόμηση κόστους λειτουργίας και στελεχώσεως των Ειρηνοδικείων)».
Δεν παραλείπουν οι σύμβουλοι Επικρατείας να τονίσουν ότι πέρα απ’ όλα αυτά η συγχώνευση των Ειρηνοδικείων δεν μπορεί να γίνει «εδώ και τώρα», αλλά πρέπει να οριστεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να υπάρχει ο επαρκής χρόνος για τη μεταφορά των υποθέσεων, τον προσδιορισμό και την εκδίκασή τους και να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία των εναπομεινάντων Ειρηνοδικείων.
Μάλιστα το υπουργείο Δικαιοσύνης, σύμφωνα με το ΣτΕ, πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά το χρόνο έναρξης εφαρμογής της συγχώνευσης με αναφορά στον όγκο των μεταφερόμενων υποθέσεων, την υποδομή, τη στελέχωση και άλλες τυχόν ιδιαιτερότητες εκάστου Ειρηνοδικείου, στο οποίο συγχωνεύονται τα καταργούμενα Ειρηνοδικεία.
Τελικά, οι σύμβουλοι Επικρατείας ανέβαλαν την επεξεργασία του διατάγματος για το μέλλον, έως ότου το υπουργείο Δικαιοσύνης στείλει τα σχετικά στοιχεία.