Αύξηση του μέσου όρου ζωής στην Ελλάδα, με τις γυναίκες να ζουν περισσότερο, καταδεικνύουν τα αποτελέσματα μελέτης του ερευνητή στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μιχάλη Αγοραστάκη.
Η προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση το 1991 ήταν στη χώρα μας 74,74 έτη για τους άνδρες και 79,65 για τις γυναίκες, με τις τελευταίες να ζουν 4,91 έτη περισσότερο.
Μια δεκαπενταετία αργότερα (2006) ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται κατά 2,43 έτη στους άνδρες και κατά 2,20 έτη στις γυναίκες (μέση προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση 77,17 και 81,85 έτη αντίστοιχα). Το συνολικό κέρδος ζωής των ανδρών επιμερίζεται περίπου ισόποσα ανάμεσα στην δεκαετία 1991-2001 (+1,16 έτη) και την πενταετία 2001-2006 (+1,27 έτη), σε αντίθεση με τις γυναίκες που σημειώνουν υψηλότερα κέρδη στην πρώτη περίοδο (+1,25) σε σχέση με τη δεύτερη (+0,95 έτη).
Είναι προφανές ότι τα κέρδη του προσδόκιμου ζωής και στα δύο φύλα είναι υψηλότερα την τελευταία πενταετία (ετήσιο κέρδος 0,25 έτη για τους άνδρες και 0,19 έτη για τις γυναίκες) εν συγκρίσει με την δεκαετία 1991-2001 (0,12 έτη για τους άνδρες και 0,13 έτη κατά μέσο όρο για τις γυναίκες). Όμως τα κέρδη αυτά, όπως εξηγεί ο κ. Αγοραστάκης στο ΑΜΠΕ, δεν κατανέμονται ισομερώς στις ηλικιακές ομάδες.
Ειδικότερα, από την ανάλυση προκύπτει ότι τη δεκαετία 1991-2001 η πτώση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας ήταν «υπεύθυνη» μόλις για το 1/5 των κερδών στο προσδόκιμο ζωής και για τα δύο φύλα, ενώ, αντιθέτως, καθοριστική υπήρξε η συμβολή των μεγάλων ηλικιών (65-74 ετών) καθώς στην πτώση της θνησιμότητας στις ηλικίες αυτές αποδίδεται το 42% (άνδρες) και το 41% (γυναίκες) των κερδών που ανέρχονται, σε 1,16 και 1,25 έτη αντίστοιχα.
Επίσης, ενώ όλες οι ηλικίες μέχρι και τα 84 έτη, συμβάλλουν θετικά στο προσδόκιμο ζωής, η ομάδα των υπερήλικων (άνω των 85 ετών) παρουσιάζει αρνητική συμβολή, που αντικατοπτρίζεται και στην αύξηση, ανάμεσα στο 1991 και το 20001, των πιθανοτήτων θανάτου στις ηλικίες αυτές (ιδιαιτέρα δε στις γυναίκες).
Η συμβολή όμως των ηλικιακών ομάδων την επόμενη πενταετία (2001-2006) στην αύξηση της μέσης προσδοκώμενης ζωής διαφοροποιείται σημαντικά καθώς οι ηλικίες 75-84 ετών έχουν πλέον την μεγαλύτερη συμμετοχή: το 31% των κερδών ζωής στους άνδρες και το 60% των αντίστοιχων κερδών στις γυναίκες οφείλονται στη συρρίκνωση της θνησιμότητας της ηλικιακής αυτής ομάδας, ενώ οι επιπτώσεις από την πτώση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας είναι ασήμαντες (ιδιαίτερα δε στις γυναίκες: +1,23%).
Ταυτόχρονα, η πρότερη (1991-2001) αρνητική συμβολή των 85 και άνω ετών παραμένει στις Ελληνίδες (- 9%) και αντιστρέφεται στους Έλληνες (στις ηλικιακές αυτές ομάδες οφείλεται το 1/4 σχεδόν των κερδών του προσδόκιμου ζωής των ανδρών). Έτσι, η αύξηση της θνησιμότητας των υπερηλίκων γυναικών αντισταθμίζει τα κέρδη της ομάδας 45-64 στο ίδιο φύλο, με αποτέλεσμα τα κέρδη ζωής στην τελευταία πενταετία να οφείλονται στους μεν άνδρες στη μείωση της θνησιμότητας στις ηλικίες άνω των 65 ετών (κατά 77%), στις δε γυναίκες αποκλειστικά στις ηλικίες 65-84 ετών (κατά 95%).
Οι πρότερες τάσεις χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της θνησιμότητας σε όλες (με εξαίρεση τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης) τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας.
Είναι προφανές, διαπιστώνει ο ερευνητής, ότι στη χώρα μας- όπως και στις χώρες αυτές- τα μελλοντικά κέρδη στο προσδόκιμο ζωής θα οφείλονται όλο και περισσότερο στη μείωση των πιθανοτήτων θανάτου στις μεγάλες ηλικίες -και δευτερευόντως στις ηλικίες που θίγονται ιδιαίτερα από τα τροχαία ατυχήματα- στο βαθμό που τα περιθώρια συρρίκνωσης της θνησιμότητας στην παιδική και εφηβική ηλικία τείνουν πλέον να εξαντληθούν.
«Η αύξηση αυτή του μέσου όρου ζωής μας οδηγεί αναπόφευκτα και στην επιτάχυνση της γήρανσης του πληθυσμού. Επομένως, εν απουσία σημαντικών αλλαγών των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών, αλλαγών που δεν φαίνονται πιθανές, το ποσοστό των ηλικιωμένων στον συνολικό πληθυσμό θα αυξάνεται προοδευτικά τις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα και η τάση αυτή είναι μη αναστρέψιμη» επισημαίνει ο κ. Αγοραστάκης.
Η «διαχείριση» επομένως της δημογραφικής γήρανσης (που θα οφείλεται όλο και περισσότερο στην αύξηση του μέσου όρου ζωής μας)- οι τρόποι δηλαδή που θα βρούμε αφενός μεν για να επιβραδύνουμε τους ρυθμούς της, αφετέρου δε για να αξιοποιήσουμε το τεράστιο απόθεμα των ανθρώπινων πόρων που αντιπροσωπεύουν τα ηλικιωμένα άτομα- τίθεται όλο και ποιο επιτακτικά και στην Ελλάδα, καταλήγει ο ερευνητής.