Μια εικόνα της Θεσσαλίας από το 1881 ως τις μέρες μας, μέσα από την πληθυσμιακή της σύνθεση, τις αναπτυξιακές της επιδόσεις αλλά και τη σημερινή μορφή των τεσσάρων νομών της, μας δίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δημήτρης Γούσιος, μέσα από σχετική του μελέτη.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής, στις κυριότερες πόλεις και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας το 1881 ο πληθυσμός είναι για πολλούς λόγους υποεκτιμημένος, λόγω των αναχωρήσεων αλλά και της μη απογραφής σημαντικού μέρους του μουσουλμανικού ανδρικού πληθυσμού.

Ιδιαίτερα για τη Λάρισα το ποσοστό των μουσουλμάνων θα πρέπει να αντιστοιχούσε τουλάχιστον στα 2/3 του συνολικού πληθυσμού.

Μια εικόνα της διάρθρωσης του πληθυσμού της Λάρισας με βάση τις διάφορες εθνοτικές ομάδες παρέχουν οι εκτιμήσεις του Γερμανού Bemhard Ornstein κατά τη διαμονή του στη θεσσαλική αυτή πόλη το 1882.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, πριν από το τέλος αυτής της περιόδου, τα αστικά κέντρα, των οποίων ο πληθυσμός δεν ξεπερνά στην καλύτερη των περιπτώσεων τους 25.000 κατοίκους, χαρακτηρίζονται από τις στενές σχέσεις τους με την αγροτική ενδοχώρα, την έλλειψη αξιόλογης βιομηχανικής παραγωγής, με εξαίρεση τον Βόλο, και τα πολύ μικρά πληθυσμιακά μεγέθη τους.

Το 1881 η Θεσσαλία διέθετε στον τομέα της μεταποίησης μόνο έναν σύγχρονο αλευρόμυλο. Οι πρώτες υποδομές που θα δημιουργηθούν είναι αυτές της σιδηροδρομικής σύνδεσης του λιμανιού του Βόλου με την Καλαμπάκα μέσω Καρδίτσας και Τρικάλων και με τη Λάρισα το 1884. Μόλις το 1908 θα επιτευχθεί η σιδηροδρομική σύνδεση της Αθήνας με τη Λάρισα.

Η δε διοικητική μεταρρύθμιση του 1910 δεν εξασφάλισε την ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων παρά μόνο θεωρητικά, βοήθησε όμως στην επέκταση της σχολικής εκπαίδευσης των νέων στο σύνολο σχεδόν των οικισμών-κοινοτήτων.

Η περίοδος 1925-1950

Η περίοδος 1925 – 1950 χαρακτηρίστηκε, όπως αναφέρει στο ΑΜΠΕ ο κ. Γούσιος, από την εφαρμογή μιας από τις πιο ριζικές μεταρρυθμίσεις, η οποία αφορά την προσπάθεια οικοδόμησης της οικογενειακής γεωργίας.

Αποτελώντας θεμέλιο για τον εκπληκτικό εκσυγχρονισμό της θεσσαλικής γεωργίας που θα ακολουθήσει τις επόμενες δεκαετίες, η μεταρρύθμιση αυτή σήμανε το τέλος των σχέσεων μεταξύ νομαδικής και ορεινής κτηνοτροφίας και της πεδινής γεωργίας.

Μια άλλη σημαντική εξέλιξη την ίδια περίοδο θεωρείται η αύξηση του πληθυσμού μεταξύ 1920 και 1940 κατά 31%.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μ. Sivignon, οι δύο μεγάλες πόλεις της Ανατολικής Θεσσαλίας και ιδιαίτερα ο Βόλος λόγω της εγκατάστασης προσφύγων από τη Μικρά Ασία αλλά και της σιδηροδρομικής του σύνδεσης με τη θεσσαλική ενδοχώρα, αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα από τις πόλεις της Δυτικής Θεσσαλίας.

Η ίδια διαφορά εμφανίζεται και στον τομέα της βιομηχανικής ανάπτυξης, όπου ο αριθμός επιχειρήσεων της Ανατολικής Θεσσαλίας είναι διπλάσιος απ’ αυτόν της Δυτικής τόσο το 1920 όσο και το 1934.

Η συγκεκριμένη περίοδος κλείνει με τη σχεδόν πλήρη αποδιοργάνωση και καταστροφή των παραγωγικών μέσων ιδίως στις ορεινές περιοχές, ύστερα από οκτώ συνεχή χρόνια Κατοχής, Αντίστασης και Εμφυλίου πολέμου (1941-1949).

«Μπορεί» αναφέρει στο ΑΜΠΕ ο κ. Γούσιος «να θεωρηθεί ότι η πυρπόληση των μεγάλων ορεινών χωριών από τις δυνάμεις κατοχής αποτέλεσε το σημαντικότερο και πιο αρνητικό στοιχείο για την εξέλιξη των περιοχών τους, σημαίνοντας ουσιαστικά την αρχή του τέλους μιας πολύχρονης δυναμικής κοινωνικο-οικονομικής παρουσίας». Ως αποτέλεσμα θεωρείται η πρώτη μαζική εγκατάσταση ορεινών πληθυσμών στα αστικά κέντρα αλλά και σε πεδινούς οικισμούς.

Αντίθετα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο, συνεχίζεται ο εγκλωβισμός του θεσσαλικού αγροτικού πεδινού πληθυσμού στα όρια της κτηματικής περιοχής του κάθε οικισμού, παρά την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, λόγω της διατήρησης των ίδιων με το παρελθόν παραδοσιακών παραγωγικών τεχνικών και συστημάτων.

Οι δικτατορίες και ο οκταετής πόλεμος συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στον μη εκδημοκρατισμό των αυτοδιοικητικών και διοικητικών θεσμών.

Η περίοδος 1951-1981

Η περίοδος 1951 – 1981 αντιστοιχεί στην προσπάθεια ολοκλήρωσης των βασικών δομών και υποδομών, της υιοθέτησης του εντατικού γεωργικού μοντέλου παραγωγής και των πρώτων περιφερειακών πολιτικών.

Διαμορφώνεται η Θεσσαλία της πληθυσμιακής συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα, της σταθεροποίησης του πεδινού πληθυσμού και της σχεδόν ερήμωσης των ορεινών περιοχών.

Η απογραφή του 1971 δείχνει, ωστόσο, για πρώτη φορά μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος, ότι ο θεσσαλικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 30.000.

Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι απ’ αυτό το σύνολο ατόμων μόνο 1000 ανήκουν στην Ανατολική Θεσσαλία.

Επίσης, ενώ στο σύνολό τους οι κωμοπόλεις δεν αυξάνουν τον πληθυσμό τους και τα χωριά με λιγότερο από 2000 κατοίκους γνωρίζουν μια μείωση της τάξης του 15%, οι μεγάλες πόλεις αυξάνουν τον αριθμό των κατοίκων τους. Η συνολική απώλεια του θεσσαλικού πληθυσμού κατά 4% σε δέκα έτη δεν είχε καταστροφικές συνέπειες.

Απλώς, η μικρή δυναμική των πόλεων δεν μπόρεσε να εξισορροπήσει τη δημογραφική κατάρρευση ορισμένων περιοχών.

Μετανάστες

Την περίοδο μεταξύ 1950 και 1971, 45.000 θα αναχωρήσουν ως μετανάστες για τις χώρες του εξωτερικού και 55.000 κυρίως για την Αθήνα (το 90%).

Το χάσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Θεσσαλίας συνεχίζει να μεγαλώνει, ενώ ο αστικός πληθυσμός ξεπερνά το όριο του 1/3 (43%) του συνολικού πληθυσμού το 1971, εξηγεί ο κ. Γούσιος.

Στα μέσα αυτής της μεταπολεμικής περιόδου, ο χώρος της Θεσσαλίας γνωρίζει τα πλεονεκτήματα στην ανάπτυξη που προσδίδει η νέα οδική αρτηρία Αθηνών-Θεσσαλονίκης.

Ωστόσο, οι δύο πόλεις του ανατολικού τμήματος θα επωφεληθούν περισσότερο και θα γνωρίσουν στη συνέχεια περαιτέρω σημαντική πληθυσμιακή και οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, οι άλλες δύο του δυτικού τμήματος δεν κατορθώνουν να καλύψουν την καθυστέρηση.

Αυτή η ίδια περίοδος, σύμφωνα με τον ερευνητή, προσδιορίζεται προς το τέλος της από την εμφάνιση δύο σημαντικών γεγονότων, τα οποία δημιουργούν μια συγκυρία καθοριστική για τη χωρική εξέλιξη της Θεσσαλίας: η εξασθένιση της ελκυστικότητας των αστικών κέντρων όσον αφορά την ικανότητα προσφοράς θέσεων απασχόλησης ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης (1973-1975) και η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής [ΚΑΠ] λίγο αργότερα, το 1981, η οποία ήρθε να ενισχύσει το εισόδημα της υπαίθρου.

Αυτή η ευνοϊκή για την ύπαιθρο συγκυρία, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση των βασικών υποδομών και κοινωνικών εξοπλισμών στις κωμοπόλεις, επέτρεψε την παραμονή ενός τμήματος του πληθυσμού της υπαίθρου και τον σχεδιασμό κοινωνικο-οικονομικών στρατηγικών εκ μέρους της αγροτικής οικογένειας, διαπιστώνει ο καθηγητής.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η ανάπτυξη της οικονομίας, βασισμένη κυρίως στον εκσυγχρονισμό της οικογενειακής εντατικής γεωργίας, επέφερε την ενίσχυση περισσότερο κάθετων παρά οριζόντιων σχέσεων, αλλά και εξαρτήσεις υπερτοπικές και υπερ-περιφερειακές, που συχνά ξεπερνούσαν την κλίμακα των θεσσαλικών πόλεων.

Για αυτή την προσπάθεια το κράτος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο με τις περιφερειακές και τοπικές υπηρεσίες να αναλαμβάνουν την εφαρμογή μοντέλων και πολιτικών σχεδιασμένων στο Κέντρο. Οι τοπικοί φορείς δεν είχαν καμιά ουσιαστική συμμετοχή στο σχεδιασμό.

Στο επίπεδο του διοικητικού συστήματος και των θεσμών, η Θεσσαλία δεν γνωρίζει καμία πρόοδο. Συνεχίζει να διοικείται από πέντε Δήμους και εκατοντάδες ανήμπορες μικρές κοινότητες. Τέσσερις Νομαρχίες εκφράζουν την παρουσία του κράτους και αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν πολιτικές και δράσεις οι οποίες σχεδιάστηκαν στο κέντρο.

Η δημιουργία του θεσμού της Περιφέρειας το 1973 δεν αποτέλεσε παρά μια προσπάθεια συντονισμού των κρατικών υπηρεσιών και παρεμβάσεων σ’ αυτό το χωρικό επίπεδο, εκτιμά ο κ. Γούσιος.

Πολιτιστικοί Σύλλογοι

Ωστόσο, εκατοντάδες πολιτιστικοί σύλλογοι, εκφράζοντας τη δύναμη των δεσμών των μόνιμων κατοίκων και των καταγόμενων με το τόπο τους, παρόλο που εγκλωβίζονται σε μια δραστηριότητα με στόχο την τοπικο-εθνική σχέση συνεισφέρουν στην ενίσχυση αυτών των οριζόντιων δεσμών.

Αντίθετα, οι αγροτικές τοπικές κοινωνίες αποδεικνύονται αδύναμες να διαχειριστούν τις συνεταιριστικές οργανώσεις τους, δηλαδή την τοπική τους οικονομία μέσω της κοινωνικής αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης, παρά την πλούσια παράδοση και εμπειρία στο αγροτικό και συνεταιριστικό κίνημα.

Η ιστορία θα πρέπει κάποια στιγμή να ασχοληθεί με τις επιπτώσεις των κομματικών παρεμβάσεων μετά τη μεταπολίτευση σ’ αυτό το κίνημα, τονίζει ο ίδιος.

Στο τέλος αυτής της περιόδου, ολοκληρώνεται η πρώτη μαζική αγροτική έξοδος, η οποία θα επηρεάσει καθοριστικά την οργάνωση του χώρου αλλά και τις σχέσεις υπαίθρου-πόλης.

Περίπου το 90% του πληθυσμού, της ενέργειας, της παραγωγής και της κατανάλωσης θα συγκεντρωθεί στα 4 μεγάλα αστικά κέντρα, στις 12 κωμοπόλεις και στην πεδινή Θεσσαλία.

Αντίθετα, οι ορεινές περιοχές αδειάζουν και χάνουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων τους.

Από το 1981 μέχρι σήμερα

Τέλος, η περίοδος 1981 μέχρι σήμερα εκφράζει στην ουσία μια πραγματική αλλαγή σε όλους τους τομείς της κοινωνικο-πολιτιστικής και οικονομικο-πολιτικής ζωής, στο πλαίσιο μιας όλο και πιο έντονης θεσμικής και οικονομικής ενσωμάτωσης στην ΕΕ, αλλά και των συνεχών μεταρρυθμίσεων του κράτους με στόχο την αποκέντρωση, επισημαίνεται στη μελέτη.

Διοικητικές μεταρρυθμίσεις, νέες πολιτικές, νέα θεσμικά όργανα, Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, Αναπτυξιακές Εταιρείες κ.τλ., αλλάζουν σε περίπου μια εικοσαετία την εικόνα της Θεσσαλίας, ενώ μειώνουν -έστω και ελάχιστα- το ρόλο του κράτους.

0 τομέας της μεταποίησης, παρά τις εμφανιζόμενες δυναμικές ανάκαμψης και τον δυναμισμό ορισμένων τοπικών κλάδων (ξύλο, γαλακτοκομικά), παραμένει στάσιμος.

Όμως, ο τουρισμός και ο τομέας των υπηρεσιών διεκδικούν τα τελευταία χρόνια μια όλο και πιο σημαντική θέση στο εσωτερικό της θεσσαλικής οικονομίας ενσωματώνοντας και ορεινές περιοχές.

Για αυτό το χωρικό πλαίσιο είναι εμφανής η δυναμική εκτίναξη της πόλης της Λάρισας, η οποία, αποτελώντας την έδρα της Περιφέρειας Θεσσαλίας, τείνει πλέον να εμπεδωθεί και στη συνείδηση της θεσσαλικής κοινωνίας ως θεσσαλική οικονομική πρωτεύουσα.