Αυτό που σίγουρα δεν χαρακτήριζε τη Ρίκα Βαγιάννη και το ξέρουν καλά όσοι τη γνώριζαν από κοντά, ήταν η «σιγουριά» στη ζωή της. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που επαναπαύονταν και πορεύονταν στη ζωή τους με συντηρητικές σταθερές. Τολμούσε, ρίσκαρε, δοκίμαζε και πάντα πετύχαινε, αφού εκτός όλων των άλλων, ήταν ένα υπέρ-ταλαντούχο πλάσμα. Γεννήθηκε στο Παγκράτι το 1962 και όπως η ίδια είχε δηλώσει, είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Αν και ως παιδί ήταν αρκετά μελαγχολική, κάτι που απέβαλλε στην εφηβεία της, όταν άρχισε να γίνεται πιο εξωστρεφής. Ο πατέρας της ήταν ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Ζούλας και πατριός της (τον οποίο είχε σαν πατέρα), ο σπουδαίος αθλητικογράφος, Γιάννης Διακογιάννης. Μεγαλωμένη, λοιπόν, σε ένα δημοσιογραφικό περιβάλλον, θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει τον… οικογενειακό δρόμο (άλλωστε από μικρή είχε δείξει τις ικανότητές της στο γράψιμο), αλλά εκείνη έκανε την ανατροπή. Μπήκε στην Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, εκπληρώνοντας έτσι το παιδικό της όνειρο, να γίνει ηθοποιός. Για πολλά χρόνια άσκησε το επάγγελμα, με σημαντικές συνεργασίες, στο Εθνικό, στο Θεσσαλικό θέατρο, σε αρκετές ταινίες, αλλά και σε σήριαλ, όπως το «Μινόρε της Αυγής». Εννοείται, ότι τη δεκαετία του ’80 έκανε το πέρασμα της και από τις βιντεοταινίες, που ήταν και της μόδας.
Ωστόσο, τα γονίδια (κληρονομικά κι επίκτητα) την έφεραν στο δρόμο, που μάλλον θα έπρεπε να ακολουθήσει εξ’ αρχής: αυτόν της δημοσιογραφίας. Κοφτερό μυαλό, με ιδιαίτερο χιούμορ και δυνατή πένα, η Ρίκα ήταν γεννημένη για αυτή τη δουλειά. Τα πρώτα της τηλεοπτικά βήματα έγιναν μέσα από τη συχνότητα της ΕΡΤ, ενώ με την είσοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης, μεταπήδησε σε αυτήν, όπου συνεργάστηκε με τα περισσότερα κανάλια. Ο κόσμος τη λάτρεψε για την αμεσότητά της, την ειλικρίνειά της και το απλό, αλλά ευφυές (και πάντα αυτοσαρκαστικό) χιούμορ της.
Στο μεταξύ, στον έντυπο Τύπο εξελίχθηκε σε μία δυνατή πένα, που ο κόσμος αγαπούσε να διαβάζει. Στα 28 της χρόνια βρέθηκε να είναι διευθύντρια σύνταξης του Cosmopolitan, ενώ είχε και άλλες σημαντικές συνεργασίες με περιοδικά της εποχής. Το 1994 απέκτησε τη δική της στήλη στην Απογευματινή, ενώ το 2005 στο Έθνος. Η ΕΡΤ ήταν η μεγάλη της αγάπη και μετά την περιπλάνησή της στα ιδιωτικά κανάλια, επέστρεψε στο πρώτο της σπίτι, όπου και παρέμεινε μέχρι το 2012. Η γνωριμία της με τον ψυχίατρο Νίκο Στεφανή ήταν καταλυτική. Παντρευτήκαν και απέκτησαν έναν γιο τον Οδυσσέα. Όπως η ίδια είχε αποκαλύψει, προσπάθησε πολύ για να αποκτήσει παιδί, έχοντας αρκετές αποτυχημένες εξωσωματικές. Ο γιος της ήρθε, όταν εκείνη είχε περάσει τα 40 της χρόνια, ενώ με το χιούμορ που τη διέκρινε, σαρκαζόταν συνεχώς για το «τρολάρισμα» του μικρού ότι είναι η μεγαλύτερη μαμά στο σχολείο! Η οικογένεια της ήταν τα πάντα για τη Ρίκα. Για χάρη της, τα παράτησε όλα στην Ελλάδα και ακολούθησε το σύζυγό της, στο μακρινό Περθ της Αυστραλίας. Μάλιστα, λόγω της μετακόμισης, έχασε όλες τις δουλειές της στην Ελλάδα κι έμεινε να κάνει τη νοικοκυρά στη χώρα των καγκουρό. Αλλά δεν την ενδιέφερε. Η ζωή με την οικογένειά της την γέμιζε. Και δεν θα την άλλαζε. Ωστόσο, η νοσταλγία για τη χώρα ήταν μεγάλη και όσο περνούσε ο καιρός, όλο και γινόταν πιο έντονη, μέχρι που πήραν την απόφαση να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη. Και φτου από την αρχή, αλλά αυτό το νέο ξεκίνημα, δεν τρόμαξε την Ρίκα. Της άρεσαν οι προκλήσεις. Σύντομα, επέστρεψε και πιο δυναμικά και ορεξάτα, καθώς το 2015 έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές με το Ποτάμι. Μάλιστα, στο ψηφοδέλτιο κατέβηκε με το πραγματικό της όνομα, αφού το Βαγιάννη είναι από τα αρχικά της μητέρας της Βαρβάρας και του πατριού της Γιάννη (Διακογιάννη). Ωστόσο, η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνην. Η επάρατη νόσος τής χτύπησε την πόρτα και τα τελευταία χρόνια, η Ρίκα την πάλεψε με γενναιότητα, αθόρυβα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μόνο οι δικοί της άνθρωποι γνώριζαν για τη «μάχη» που έδινε. Οι τελευταίοι μήνες ήταν και οι πιο δύσκολοι, ενώ τον τελευταίο καιρό η δημοσιογράφος νοσηλευόταν σε νοσοκομείο των Αθηνών. Έχασε τη «μάχη» σε ηλικία 56 χρόνων, βυθίζοντας στη θλίψη όχι μόνο τους δικούς της ανθρώπους, αλλά και τον κόσμο που αγάπησε το γελαστό κορίτσι της διπλανής πόρτας, με το σπάνιο χιούμορ.