Την έναρξη των εργασιών του 4ου Διεθνούς Θερινού Πανεπιστημίου με τίτλο: «Ελληνική Γλώσσα, Πολιτισμός και Μέσα Επικοινωνίας-από την Αρχαιοελληνική Γραμματεία έως σήμερα» κήρυξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, στην Ερμούπολη της Σύρου.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στην μεγάλη επιρροή του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στη σύγχρονη επιστημολογία, αναλύοντας το χρονικό της επιστημολογικής εξέλιξης από τους Προσωκρατικούς ως την εποχή μας.
Ειδικότερα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε ότι ένας από τους πιο αξιόπιστους τρόπους διάγνωσης της πορείας της επιστημονικής εξέλιξης, ως διαδικασίας διαρκούς προαγωγής της μεθόδου μετατροπής της Πληροφορίας σε Γνώση και της Γνώσης σε «Σοφία», συνίσταται στην παρακολούθηση των συμπερασμάτων της αντίστοιχης επιστημολογικής εξέλιξης.
Όπως σημείωσε «μια τέτοια διάγνωση καθίσταται άκρως αντιπροσωπευτική, όταν ανιχνεύει τους μεγάλους «σταθμούς» της κατά τ’ ανωτέρω επιστημολογικής εξέλιξης. Ως τέτοιοι σταθμοί μπορούν βασίμως να χαρακτηρισθούν -με βάση ιδίως τα σύγχρονα δεδομένα της έρευνας στο πεδίο της επιστημονικής μεθοδολογίας- από την μια πλευρά αυτός του «Κύκλου της Βιέννης», που θεμελιώνει μιαν αντιμεταφυσική επιστημολογία και σηματοδοτεί την μέθοδο της επιστημονικής επαλήθευσης μιας δεδομένης επιστημονικής πρότασης. Και, από την άλλη πλευρά, εκείνος του Karl Popper και του Thomas Kuhn, που σηματοδοτεί την μέθοδο της, μέσω της ίδιας της Επιστήμης, διάψευσης μιας επίσης δεδομένης επιστημονικής πρότασης».
Παράλληλα, υπογράμμισε, ότι το χρονικό της σύγχρονης επιστημολογικής εξέλιξης μπορεί να περιγραφεί -πάντοτε με τα κατάλληλα «εργαλεία» της επιστημονικής μεθοδολογίας- ως ένα «διάνυσμα», το μήκος του οποίου οριοθετούν στην μια άκρη του η μέθοδος της «Επαλήθευσης» και, στην άλλη άκρη του, η μέθοδος της «Επιλάθευσης». Αναφερόμενος στη μέθοδο της «Επαλήθευσης», σημείωσε ότι η διαδικασία της «επαληθευσιμότητας» και, άρα, η συνακόλουθη μέθοδος της «Επαλήθευσης» στον χώρο της επιστημονικής μεθοδολογίας δεν γεννήθηκε πρωτογενώς. Για την ακρίβεια, η ρίζα της μεθόδου της «Επαλήθευσης» ανάγεται στον χώρο των μαθηματικών.
Ειδικότερα δε, η ως άνω ρίζα ανάγεται στα συστήματα υλικού και λογισμικού, όπου η «τυπική επαλήθευση» συνίσταται στην επιστημονική -και συγκεκριμένα στην με την χρήση τυπικών μεθόδων των μαθηματικών- απόδειξη της ορθότητας των αλγορίθμων ενός συστήματος, πάντα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη τυπική προδιαγραφή ή ιδιότητα. Μάλιστα, παρατήρησε, ότι υπ’ αυτό το πνεύμα οι εκπρόσωποι του «Κύκλου της Βιέννης» ανέπτυξαν την επαληθευτική διαδικασία, επιδιώκοντας να διαχωρίσουν και, κατά κάποιον τρόπο, να «προστατεύσουν» τις αμιγώς επιστημονικές προτάσεις από άλλες, που δεν πληρούν τα κριτήρια μιας πραγματικά επιστημονικής πρότασης.
«Με αυτόν τον τρόπο μια πρόταση μπαίνει στο «Πάνθεον» της Επιστήμης όταν επαληθεύεται, σύμφωνα με συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια.
Τα κριτήρια αυτά μπορούν να καταταγούν σε δύο, κατά βάση, κατηγορίες:
α) Πρώτον, στην κατηγορία της «αναλυτικότητας», που συμπεριλαμβάνει κριτήρια ως προς την επιστημονικότητα προτάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της λογικής και των μαθηματικών.
β) Και, δεύτερον, στην κατηγορία της «εμπειρικής διαπιστωσιμότητας», που συμπεριλαμβάνει κριτήρια ως προς την επιστημονικότητα προτάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο των λοιπών επιστημών, και κυρίως των θεωρητικών» σημείωσε.
Ωστόσο, τόνισε, ότι η ίδια, η εξέλιξη της Επιστήμης, κυρίως από τις αρχές του 20ου αιώνα, ήλθε ν’ αναδείξει τα όρια της «Επαλήθευσης» -όπως την διαμόρφωσε ο «Κύκλος της Βιέννης»- ως μεθόδου διαπίστωσης της επιστημονικής αλήθειας μιας πρότασης. Ειδικότερα, και με την -οπωσδήποτε σημαντική πλην όμως εντελώς οριοθετημένη- εξαίρεση της λογικής και των μαθηματικών, όπου η «αναλυτική» μεθοδολογία και η μέσω αυτής επαληθευσιμότητα, κατά τ’ ανωτέρω, μιας επιστημονικής πρότασης ισχύει πάντα, στις λοιπές επιστήμες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της φυσικής, η μέθοδος της «Επαλήθευσης» αποδείχθηκε εμφανώς ανεπαρκής για ν’ αποτελέσει ασφαλές κριτήριο της επιστημονικής αλήθειας των λοιπών προτάσεων, εκτός του πεδίου της λογικής και των μαθηματικών.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στην «ανάδυση» της μεθοδολογίας της Επιλάθευσης μεσ’ από τα δεδομένα της Θεωρίας της Σχετικότητας υπογραμμίζοντας πως είναι πια βέβαιο ότι ήταν η «μεγάλη ανατροπή» της μεθόδου που υιοθέτησε ο Albert Einstein για την διατύπωση του συνόλου της Θεωρίας της Σχετικότητας, η οποία οδήγησε τον Karl Popper να διατυπώσει, από την πλευρά του, για πρώτη φορά στο πεδίο της επιστημονικής μεθοδολογίας, την διαδικασία της Επιλάθευσης -και όχι πια της Επαλήθευσης- ως μέσου ανίχνευσης και απόδειξης της επιστημονικής αλήθειας μιας πρότασης, φυσικά εκτός του χώρου της λογικής και των μαθηματικών κατά τα προεκτεθέντα.
Όπως είπε, η χρονική συγκυρία είναι μεγάλος σύμμαχος αυτής της διαπίστωσης: Ο Karl Popper διατύπωσε για πρώτη φορά την περί Επιλάθευσης θεωρία του το 1919, δηλαδή τέσσερα, τουλάχιστον, χρόνια αφότου ο Albert Einstein είχε ολοκληρώσει το σύνολο της περί Σχετικότητας Θεωρίας του και αφού, στο μεταξύ, η Θεωρία αυτή είχε ήδη αποκτήσει παγκόσμια και σχεδόν καθολική επιστημονική απήχηση. Βεβαίως, η τελική διατύπωση της περί Επιλάθευσης θέσης του Karl Popper ολοκληρώθηκε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’60, και για την ακρίβεια το 1963.
Υπενθύμισε, επίσης, ότι ο Karl Popper βάσισε την περί Επιλάθευσης θέση του, στο ό,τι εντός του πεδίου της πραγματικής Επιστήμης δεν είναι αποτελεσματικό να γίνεται λόγος περί «επαλήθευσης», προκειμένου ν’ ανιχνευθεί και ν’ αποδειχθεί η επιστημονική αλήθεια μιας πρότασης. Αντιθέτως, το επιστημονικώς ορθό, από πλευράς μεθοδολογίας, είναι να μιλάμε για την «επιβεβαίωση» της επιστημονικής αλήθειας μιας πρότασης.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε, ότι η υιοθέτηση της μεθόδου της «Επιβεβαίωσης» οδηγεί, νομοτελειακώς από επιστημονική άποψη, στην θέση ότι επιστημονική, κυριολεκτικώς, πρόταση είναι εκείνη που μπορεί, με τα κατάλληλα προς τούτο και κατά περίπτωση επιστημονικά εργαλεία, να διαψευσθεί. Επέκεινα, μια επιστημονική, κυριολεκτικώς, πρόταση ισχύει για όσο χρονικό διάστημα επιβεβαιώνεται, διότι σ’ αυτό το χρονικό διάστημα μεσολαβούν διαδοχικές αποτυχημένες προσπάθειες διάψευσής της. Προσπάθειες βασισμένες βεβαίως καθεμιά τους στα επιστημονικά θεμέλια που αρμόζουν στην ιδιαιτερότητά της.
«Είναι -τουλάχιστον κατά κανόνα- η «μοίρα» κάθε μεγάλης θεωρητικής ανακάλυψης να βρίσκει την αποτύπωσή της στην ιστορία μέσ’ από ένα είδος γνωμικού. Η θεωρία του Karl Popper περί «Επιλάθευσης» δεν θα μπορούσε εύκολα ν’ αποφύγει μια τέτοια προοπτική. Γι’ αυτό, στα σχετικά διδακτικά εγχειρίδια συνήθως η ως άνω θεωρία του Karl Popper απλοποιείται, για ευνόητους λόγους, μέσω του παραδείγματος των «λευκών κύκνων»: Το συμπέρασμα -και το αντίστοιχο «θεώρημα»- «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» δεν ισχύει λόγω επαληθευσιμότητάς του στην πράξη, δηλαδή όταν ανακαλύπτουμε έναν ακόμη λευκό κύκνο. Ισχύει μόνον όταν επιβεβαιώνεται, επειδή «αντέχει» στις επανειλημμένες, πλην όμως αποτυχημένες, προσπάθειες να βρεθεί έστω και ένας μαύρος κύκνος!» πρόσθεσε.
Υπογράμμισε, επίσης, ότι δεν πρέπει να προσπεράσει κανείς αβασάνιστα το γεγονός ότι εκείνοι από τους Προσωκρατικούς, οι οποίοι υπήρξαν συνεπείς πολέμιοι της πνευματικής «αιχμαλωσίας» του μύθου και του δόγματος κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε επιφύλαξαν στο έργο τους ένα είδος επιστημονικού «σολιψισμού».
Όλως αντιθέτως, είπε, και με αφετηρία π.χ. τις ρήσεις του Ηράκλειτου «πάντα χωρεί και ουδέν μένει» και του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», έβαλαν πρώτοι, στον χώρο της Επιστήμης, τον «θεμέλιο λίθο» της σχετικότητας, φυσικά υπό την ευρεία του όρου έννοια. ‘Αρα, έστω και εμμέσως, της Επιλάθευσης, που επειδή δεν θεωρεί τίποτε δεδομένο και γι’ αυτό ανοίγει τον δρόμο αναγνώρισης του σφάλματος, προκειμένου η επιστημονική έρευνα να εξελιχθεί ως την τελική, οριακή, αποστολή της, συνιστά τον θεμέλιο λίθο της Επιστημονικής Μεθόδου. Είναι, λοιπόν, κάποιοι από τους Προσωκρατικούς που, κατ’ αποτέλεσμα, υπήρξαν οι εμπνευστές του Karl Popper, όταν έγραφε για την «ανοιχτή κοινωνία και τους εχθρούς της» -ο ίδιος, άλλωστε, το ομολογεί, ουσιαστικώς ευθέως, στο έργο του «Ο κόσμος του Παρμενίδη, Δοκίμια για τον προσωκρατικό διαφωτισμό» (εκδ. Καρδαμίτσα, 2002)- και του Thomas Kuhn, όταν θεμελίωνε την θεωρία του για την «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων».
«Δεν ήταν, άραγε, αυτοί που, για ν’ αναχθούμε στο κατά Kuhn πρότυπο της «Eπιστημονικής Eπανάστασης», αποτέλεσαν -φυσικά τηρουμένων των αναλογιών και κατά μεγάλη προσέγγιση- μια πρωτόλεια «Eπιστημονική Kοινότητα», η οποία διαμόρφωσε και το πρώτο, επίσης πρωτόλειο, «Eπιστημονικό Παράδειγμα», αφήνοντας μάλιστα ανοιχτό τον δρόμο της μελλοντικής αμφισβήτησής του και αντικατάστασής του από ένα νέο «Επιστημονικό Παράδειγμα», στο ανάλογο περιβάλλον μιας εξίσου νέας «Επιστημονικής Κοινότητας»; πρόσθεσε ο Πρόεδρος.
Συνοψίζοντας, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε ότι η επιστημονική «έκρηξη» που προκάλεσε το φιλοσοφικό ρεύμα των Προσωκρατικών, διαπνεόμενο από ένα πνεύμα ανατρεπτικής ελευθερίας στο πλαίσιο της διαδικασίας μετατροπής της πληροφορίας και της εμπειρίας σε Γνώση και Σοφία, που μας υπενθυμίζει τις «ρίζες» της σύγχρονης επιλαθευτικής διαδικασίας, συνεχίσθηκε για αιώνες. Και, συγκεκριμένα, όσο υπήρχε ένα γενικότερο πολιτικό κλίμα «ανοιχτής κοινωνίας», για ν’ αναχθούμε στην σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη του Karl Popper.
Επισήμανε, επίσης, ότι απαστράπτοντα «θραύσματα» αυτής της επιστημονικής «έκρηξης» των Προσωκρατικών χάραξαν βαθιά το πνεύμα κατ’ εξοχήν κατά την διάρκεια των Κλασικών Χρόνων και, εν συνεχεία και με βάση αυτή την κληρονομιά, κατά την Ελληνιστική περίοδο, η επιστημονική παραγωγή της οποίας, ιδίως στον χώρο των μαθηματικών και της φυσικής -αρκεί η αναφορά στον Αρχιμήδη- δεν παύει να μας εκπλήσσει ακόμη και σήμερα.
Ακρως δε αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τεχνολογικού επιτεύγματος, ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, ο πρώτος -σύμφωνα με όσα ως τώρα γνωρίζουμε- αναλογικός υπολογιστής στην ιστορία της Επιστήμης, η κατασκευή του οποίου αποτελεί, ως τώρα έναν πραγματικό «γρίφο», αφού είναι δύσκολο να εξηγηθούν οι συνθήκες, υπό τις οποίες συμπυκνώθηκε τόσος όγκος γνώσης για την δημιουργία ενός τέτοιου τεχνολογικού επιτεύγματος.
Τέλος, υπενθύμισε, ότι σ’ αυτή την λάμπουσα πορεία της επιστημονικής δημιουργίας, που ξεκίνησε από τους Προσωκρατικούς, έβαλε τέλος η έναρξη του Μεσαίωνα, ύστερα από την πτώση και του τελευταίου οχυρού της άλλοτε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Δύση.
«Ο σκοταδισμός, ο οποίος έκτοτε επικράτησε -σκοταδισμός που, ας μην ξεχνάμε, δεν έχει καμιά σχέση με το Βυζάντιο, το οποίο, όλως αντιθέτως, κατάφερε να διατηρήσει ζωντανά τα πνευματικά επιτεύγματα της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Ρώμης, βεβαίως κατά την ακμή της τελευταίας- έσβησε τον «άνεμο ελευθερίας», μέσα στον οποίο γεννήθηκε και μεγαλούργησε η προσωκρατική σκέψη. Χρειάσθηκε να φθάσουμε στην Αναγέννηση, για να ξαναβρεί τον δρόμο της η πραγματική Επιστήμη.
Τέσσερις αιώνες μετά, και αφού είχε προηγηθεί η εποχή του Νεύτωνα, η Θεωρία της Σχετικότητας, όπως ήδη τονίσθηκε, άνοιξε το δρόμο για τα επιστημονικά άλματα που βιώνουμε σήμερα. Κατά συνέπεια, μάλλον έχουν δίκιο εκείνοι που υποστηρίζουν την θέση ότι αν δεν μεσολαβούσε, υπό τα δεδομένα που προεκτέθηκαν, το σκοτάδι και ο δεσποτισμός του Μεσαίωνα, ο ‘Ανθρωπος της Δύσης θα είχε κατακτήσει το διάστημα πριν ολοκληρωθεί η πρώτη χιλιετία μ.Χ.».