Μια αναλυτική χαρτογράφηση της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης έκανε έρευνα της ICAP People Solutions σε δείγμα 1.068 Ελλήνων εργαζομένων σε συνολικά 61 χώρες.
Όπως φαίνεται από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων, χαρακτηριστικό τους είναι το πολύ υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο (53% κάτοχοι μεταπτυχιακού, 20% πτυχιούχοι, 8% διδάκτορες) αλλά και η αποδοχή ότι η έλλειψη αξιοκρατίας και διαφάνειας τους «έδιωξε» από τη χώρα.
Στην ερώτηση, αν σχεδιάζουν κάποτε να γυρίσουν, το ένα τρίτο (36%) απαντά κατηγορηματικά ότι δεν σκοπεύει να επιστρέψει ποτέ.
«Πρωτιά» στη μετανάστευση έχουν οι άνδρες, που εκπροσωπούν το 64%. Το31% των ερωτηθέντων είναι άνω των 41 ετών, 25% είναι από 31 έως 35 ετών, 19% είναι 36 έως 40 ετών, 19% είναι 26 έως 30 ετών και ένα 6% είναι 18 έως 25 ετών. Οι μισοί εξ αυτών (50%) είναι ανύπαντροι, όμως ένα 16% είναι παντρεμένοι και ένα 29% είναι παντρεμένοι με παιδιά, .
To 35% εξ αυτών έχει σπουδάσει οικονομικά, διοίκηση, μάρκετινγκ, 19% μηχανική, 12% πληροφορική, 9% φιλολογία, ιστορία και γλώσσες, ενώ το πρώτο πτυχίο κατά 80% το έχουν πάρει σε ελληνικό ΑΕΙ.
Εξ όσων έλαβαν μέρος στην έρευνα του 2017, ένα 13% επέστρεψε στην Ελλάδα, κυρίως για οικογενειακούς λόγους, που αφορούν τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων τους (24%) ή τη δημιουργία οικογένειας και ανατροφή των παιδιών σε ελληνικό περιβάλλον (19%). Λιγότεροι ανέφεραν ως αιτία την ύπαρξη κατάλληλου περιβάλλοντος για την ανάπτυξη επιχειρηματικότητας (11%) ή την αξιοποίηση της οικογενειακής περιουσίας (10%).
Στο θεωρητικό ερώτημα για πιθανά κίνητρα που θα τους προσείλκυαν πίσω στην πατρίδα, οι μισοί (50%) δηλώνουν ότι ένα αντίστοιχο ή καλύτερο πακέτο αποδοχών (βάσει του κόστους ζωής) θα τους μετέπειθε. Ακολουθούν το ελληνικό κλίμα και ο τρόπος ζωής (38%), η βελτίωση της οικονομίας (34%), η αναγνώριση της εργασιακής εμπειρίας του εξωτερικού (21%).
Οι περισσότεροι εργάζονται ως υπάλληλοι (43%) όμως, ανεβαίνουν στην ιεραρχία με 23% να είναι πλέον προϊστάμενοι, 10% ανώτατα στελέχη και 10% διευθυντές. Αυτό αποτυπώνεται και στις αποδοχές, με το 13% να κερδίζει πάνω από 100.000 ευρώ τον χρόνο.
Η φετινή έρευνα, 4η στη σειρά, επιβεβαιώνει την εικόνα που κατέδειξαν οι προηγούμενες ενώ εντοπίζει και κάποιες ποιοτικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα, παρόλο που το δείγμα είναι κατά τα ¾ διαφορετικό από της περσινής έρευνας, ως κοινά χαρακτηριστικά παραμένουν ότι, το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων είναι πολύ υψηλό, (πτυχιούχοι κατά 92%), ότι εργάζονται κατά πλειοψηφία στο Ηνωμένο Βασίλειο και την υπόλοιπη Ευρώπη, ότι μοιράζονται κυρίως μεταξύ οικονομικών σπουδών και STEM, και ότι κατά 60% μετακινήθηκαν στο εξωτερικό αφού είχαν ήδη εργαστεί στην Ελλάδα. Οι κυριότεροι κλάδοι όπου απασχολούνται είναι η πληροφορική, ο κατασκευαστικός/ενεργειακός και ο τραπεζοασφαλιστικός. Ακολουθούν εκπαίδευση και υπηρεσίες υγείας. Είναι κατά το ήμισυ απλοί υπάλληλοι, όμως έχει αυξηθεί ο αριθμός αυτών που έχουν υπεύθυνη θέση και αυτό αποτυπώνεται και στις αμοιβές τους. Ελάχιστοι απασχολούνται ως επιχειρηματίες. Πάνω από τους μισούς εργάζονται στο εξωτερικό για πάνω από 3 χρόνια.