Απάντηση στον τέως υπουργό Μεταφορών Μάκη Βορίδη και στις αναφορές του περί «συστηματικής φοροδιαφυγής των δικηγόρων» δίνει με γραπτή δήλωσή του ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας (ΔΣΑ) Γιάννης Αδαμόπουλος.
Ειδικότερα, στη δήλωσή του ο πρόεδρος του ΔΣΑ επισημαίνει ότι «η εν λόγω επίθεση» εντάσσεται στο πλαίσιο προσπάθειας δημιουργίας στα μάτια της κοινωνίας μιας εικόνας δήθεν προνομιούχων και φοροφυγάδων δικηγόρων «με αποτέλεσμα την πρόκληση αποπροσανατολιστικών και άκρως διχαστικών αντιδράσεων ανάμεσα σε επιμέρους κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες». Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο κ. Αδαμόπουλος, κάτι τέτοιο έχει συμβεί και στο παρελθόν με ανάλογες δηλώσεις του τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Θεόδωρου Πάγκαλου.
Ο κ. Αδαμόπουλος κάνει λόγο για «απόπειρα στοχοποίησης των Ελλήνων δικηγόρων», εξέλιξη η οποία, όπως λέει «ξενίζει ειδικά όταν προέρχεται από το συνάδελφο και γνώστη της κατάστασης που επικρατεί στον κλάδο, κ. Μάκη Βορίδη».
Ο πρόεδρος του ΔΣΑ υπογραμμίζει ακόμη ότι «οι σχετικές δηλώσεις στρέφονται απαξιωτικά κατά του συνόλου του δικηγορικού σώματος». «Ως Έλληνες δικηγόροι ουδέποτε φυσικά εκφράσαμε πρόθεση αποφυγής της συνεισφοράς μας στα δημόσια βάρη στο μέτρο που μας αναλογεί» προσθέτει ο κ. Αδαμόπουλος, διευκρινίζοντας ωστόσο τα εξής: «Από την άλλη πλευρά, δεν διστάζουμε να καταδικάζουμε τυχόν μεμονωμένες έκνομες και παραβατικές συμπεριφορές συναδέλφων, οι οποίες ωστόσο δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανές να χαρακτηρίσουν συνολικά και χωρίς διάκριση έναν ολόκληρο κλάδο με σημαντική και διαχρονική παρουσία και προσφορά στη χώρα».
Μάλιστα, ο πρόεδρος του ΔΣΑ επισημαίνει πως «μόνο επιλεκτική μπορεί να χαρακτηριστεί η παράβλεψη του αδιαμφισβήτητου γεγονότος πως κατά το τελευταίο έτος (2011) ο αριθμός των δικηγόρων που δεν παραστάθηκαν ούτε καν κατά τη συζήτηση μίας υπόθεσης αυξήθηκε ραγδαία και κατά τρόπο πρωτοφανή, φτάνοντας τις 7.097, αριθμός που αντιστοιχεί σε ποσοστό 32,8% των δικηγόρων της Αθήνας». Το στοιχείο αυτό, όπως επισημαίνει «καταδεικνύει την εισοδηματική κατάσταση του μέσου συναδέλφου, ιδίως δε του νέου που δοκιμάζεται σκληρά στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα».
Ο κ. Αδαμόπουλος αναφέρει ακόμη ότι «όποιος διαθέτει στοιχεία αναφορικά με συγκεκριμένες συμπεριφορές που παραβιάζουν τους νόμους, οφείλει να τα καταθέτει αρμοδίως στους προβλεπόμενους ελεγκτικούς κρατικούς μηχανισμούς και όχι να επιδίδεται στη διάδοση αναπόδεικτων διαπιστώσεων και γενικόλογων δήθεν καταγγελιών με μοναδικό στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων».
Επισημαίνει επίσης πως «το γεγονός ότι η Πολιτεία και όσοι έχουν ταχθεί να την υπηρετούν από θέσεις ευθύνης -μεταξύ αυτών και ο κ. Μάκης Βορίδης- αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, είτε λόγω ανικανότητας είτε λόγω επιθυμίας αποφυγής του λεγόμενου πολιτικού κόστους, δεν παρέχει σε κανέναν το δικαίωμα να μεταθέτει το βάρος της σχετικής ευθύνης σε έναν ολόκληρο επαγγελματικό κλάδο, προβαίνοντας σε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που δεν συμβαδίζουν με την καθημερινότητα και την εισοδηματική κατάσταση του μέσου δικηγόρου».
Τέλος, υπογραμμίζει πως «δεν πρέπει να διαφεύγει από τους κατά καιρούς επικριτές του δικηγορικού σώματος που ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με την πολιτική ότι αυτοί που έχουν κατ’ επανάληψη διωχθεί και καταδικαστεί για φορολογικά και λοιπά οικονομικής φύσης αδικήματα, είναι κυρίως πολιτικοί, ακόμα και υπουργοί, και όχι φυσικά δικηγόροι».