Υπό πίεση βρίσκονται τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων, όπως εκτιμά το 42% των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε η εταιρεία διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού Randstad Hellas για το β’ τρίμηνο του 2012.
Αυτή ακριβώς είναι και η θέση των εργαζομένων στην Ελλάδα, οι οποίοι σε ποσοστό 65% έχουν την ίδια άποψη, όπως επίσης και στην Ουγγαρία (67%), την Τσεχία (64%) και την Ισπανία (60%).
Το ποσοστό για την ίδια ερώτηση είναι μικρότερο σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο (20%), η Γερμανία (27%) και τη Νορβηγία (23%).
Για να αποτραπεί μια πιθανή μείωση προσωπικού, το 36% των εργαζόμενων σε παγκόσμια κλίμακα δήλωσε ότι θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν μια σχετική μείωση του μισθού τους. Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ το μέγεθος του συμβιβασμού που οι εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν συνδέεται με τα οικονομικά αποτελέσματα που παρουσιάζει η εταιρεία τους.
Στην Ελλάδα περισσότεροι από τους μισούς (55%) εργαζόμενους που έλαβαν μέρος στην έρευνα, θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν μια μείωση του μισθού τους για να αποτραπεί μια πιθανή μείωση προσωπικού, καθώς και για να διασφαλίσουν τη δική τους εργασία.
Η Ισπανία (57%), η Ιταλία (55%), και η Ινδία (71%) αποτελούν επίσης χώρες στις οποίες οι εργαζόμενοι θα συνέβαλαν μειώνοντας τις αποδοχές τους, προκειμένου να σωθούν θέσεις εργασίας. Ταυτόχρονα, από το σύνολο των ερωτηθέντων εργαζομένων στην Αμερική, μόλις το 22% θα ήταν πρόθυμο να αποδεχθεί μια τέτοια πρόταση.
Στην ερώτηση σχετικά με τη σημαντικότητα της προσωπικής ανάπτυξης στο χώρο εργασίας, τα αποτελέσματα σε παγκόσμιο επίπεδο έδειξαν ότι το 42% των εργαζομένων δήλωσαν ότι θα αποφάσιζαν να παραιτηθούν από την εργασία τους σε περίπτωση που δεν θα υπήρχε περιθώριο προσωπικής ανάπτυξης. Η Κίνα (84%) και η Ινδία (81%) παρουσίασαν στο συγκεκριμένο ερώτημα τα υψηλότερα ποσοστά.
Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι η προσωπική ανάπτυξη δεν αποτελεί λόγω για παραίτηση από την εργασία τους, καθώς μόνο το 24% δήλωσε ότι θα άφηναν την εργασία τους εξαιτίας της προσωπικής ανάπτυξης.
Η έρευνα Workmonitor, που πραγματοποιήθηκε από την Randstad Hellas, διεξάγεται μέσω online ερωτηματολογίου και το δείγμα αποτελείται από άτομα ηλικίας 18-65 ετών, που εργάζονται τουλάχιστον 24 ώρες την εβδομάδα σε μια αμειβόμενη εργασία (όχι αυτοαπασχολούμενοι).
Το εύρος του δείγματος στην Ελλάδα ήταν 405 συνεντεύξεις, οι οποίες διεξήχθησαν από τη Survey Sampling International. Η έρευνα για το β’ τρίμηνο του 2012 διεξήχθη από τις 20 Απριλίου έως τις 7 Μαΐου.
Εργασία για βιοποριστικούς λόγους
Κατά μέσο όρο, το 82% των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο συμφωνούν στο ότι κυρίως εργάζονται για να ζουν και όχι ότι ζουν για να εργάζονται.
Το 89% των Ελλήνων εργαζομένων συμφωνεί επίσης με αυτή τη δήλωση.
Μόνο στο Λουξεμβούργο οι ερωτηθέντες εμφανίζονται πιο παρακινημένοι από την εργασία τους, με μόλις 23% να δηλώνει ότι εργάζεται για να ζει.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 58% από το σύνολο των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι μια ικανοποιητική εργασία είναι πιο σημαντική από ένα καλό μισθό και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Σουηδία (75%), η Νορβηγία (79%) και η Δανία (82%).
Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα οι υψηλές απολαβές αποτελούν πολύ σημαντικότερο κίνητρο και μόλις το 43% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι μια ικανοποιητική εργασία είναι πιο καταλυτικός παράγοντας.
Ανθρώπινες σχέσεις στον εργασιακό χώρο
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 60% των εργαζομένων δήλωσε ότι η εργασία σε ένα περιβάλλον με ευχάριστους συναδέλφους είναι πιο σημαντική από έναν υψηλό μισθό.
Στην Ελλάδα το ποσοστό στο αντίστοιχο ερώτημα έφτασε στα ίδια επίπεδα (61%). Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι στο Μεξικό (44%) και στην Ουγγαρία (48%) θεωρούν ότι ένας καλός μισθός έχει μεγαλύτερη σημασία.
Το 71% των συμμετεχόντων στην Ελλάδα δήλωσε ότι διατηρεί επαφή με συναδέλφους του και εκτός των ωρών εργασίας και περισσότεροι από τους τρεις στους τέσσερις (77%) έχουν στενές σχέσεις με κάποιους από τους συναδέλφους τους. Παράλληλα, το 48% των Ελλήνων πιστεύει ότι πλέον εξαιτίας της χρήσης των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα για επικοινωνία με τους συναδέλφους τους εκτός των ωρών εργασίας.
Με μέσο όρο 57%, οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο συμφώνησαν ότι στον εργασιακό χώρο μπορεί να προκύψει φλερτ μεταξύ συναδέλφων. Αυτό συμβαίνει πιο συχνά στην Κίνα, στην Ινδία και στη Μαλαισία (περίπου 70%).
Στην Ελλάδα οι εργαζόμενο σε ποσοστό 50% δήλωσαν ότι ανά διαστήματα υπάρχει σύναψη σχέσεων στην εργασία τους, ενώ το 76% πιστεύουν ότι οι συγκεκριμένες σχέσεις δεν είναι απαραίτητα προβληματικές. Επίσης, λίγο παραπάνω από τους μισούς Έλληνες εργαζόμενους θεωρούν ότι στην περίπτωση που προκύψει σχέση μεταξύ δύο συναδέλφων, τότε ένας από τους δύο θα πρέπει να μεταφερθεί σε διαφορετικό τμήμα και μόνο το 14% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο ένας από τους δύο θα πρέπει να παραιτηθεί από την εργασία του.
Μειωμένη αυτοπεποίθηση για εύρεση νέας εργασίας στην Ελλάδα
Το γενικό επίπεδο αυτοπεποίθησης αναφορικά με την εύρεση νέας εργασίας στην Ελλάδα, μέσα στους επόμενους έξι μήνες, παρουσιάζει σχετική μείωση από τρίμηνο σε τρίμηνο.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μόλις το 35,1% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι θα καταφέρει να βρει μία ανάλογη εργασία, εντός των επόμενων έξι μηνών, ενώ το α’ τρίμηνο του 2012 το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχονταν στο 39,5%.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι που παρουσίασαν το χαμηλότερο ποσοστό αυτοπεποίθησης είναι κυρίως χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, από τους οποίους μόλις το 25,9% θεωρούν ότι θα βρουν μια νέα εργασία μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι με υψηλό επίπεδο μόρφωσης παρουσίασαν τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοπεποίθησης για την εύρεση νέας εργασίας μέσα στους επόμενους έξι μήνες σε ποσοστό 43,4%.
Από το σύνολο των ερωτηθέντων στην Ελλάδα για το β’ τρίμηνο του 2012, περίπου οι μισοί (49,8%) φοβούνται ότι θα χάσουν την εργασία τους, ποσοστό το οποίο παρουσίασε αύξηση 2% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2012.
Γενικότερα οι γυναίκες στην Ελλάδα παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό, με το 54,2% να δηλώνει φόβο για απώλεια της εργασίας τους σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 47%.
Ο δείκτης κινητικότητας της Randstad για την αγορά εργασίας αξιολογεί την ετοιμότητα των εργαζόμενων να αλλάξουν εργασία σε χρονικό ορίζοντα 6 μηνών. Η ετοιμότητα του ατόμου βασίζεται στην τρέχουσα εργασιακή του ικανοποίηση, το φόβο για ενδεχόμενη απόλυσή του, την ανάγκη του για νέες προκλήσεις και την αυτοπεποίθηση ότι θα καταφέρει να βρει νέα εργασία.
Ο δείκτης κινητικότητας για το β’ τρίμηνο του 2012 έφτασε τις 101 μονάδες και σημείωσε μείωση σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2011, που ήταν στις 100 μονάδες.
Στην Ελλάδα το 15% των συμμετεχόντων στην έρευνα άλλαξαν εργασία τους τελευταίους έξι μήνες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μερικοί από τους λόγους που ξεχωρίζουν σχετικά με την αλλαγή εργασίας είναι: καλύτερες συνθήκες εργασίας (38%), προσωπική επιθυμία για αλλαγή εργοδότη (29%), δυσαρέσκεια με τον παρόντα εργοδότη (29%) και οργανωτικές μεταβολές (23%).
Στην έρευνα διαπιστώθηκε ότι το 54% των Ελλήνων εργαζομένων είναι ικανοποιημένο με την εργασία του, ποσοστό μειωμένο κατά 4% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2012.
Από τους συμμετέχοντες στην Ελλάδα, η ηλιακή ομάδα 18-24 ετών παρουσίασε την υψηλότερη εργασιακή ικανοποίηση, η οποία έφτασε το 50%. Από το σύνολο των ερωτηθέντων στην Ελλάδα το 50% των γυναικών και το 57% των ανδρών δήλωσαν ότι είναι ικανοποιημένοι με την εργασία τους.