Πέρασαν μόλις τρία χρόνια από τότε που εισήλθε στην πολιτική ορολογία αλλά και στην καθημερινότητα η κωδικοποιημένη ονομασία «η γενιά των 700 ευρώ» για την απασχολούμενη ελληνική νεολαία.
Τώρα τα 700 ευρώ μοιάζουν άπιαστο όνειρο, αφού ο κατώτατος μισθός καθορίστηκε λόγω μνημονίου στα 586 ευρώ μεικτά – για τους λίγους που έχουν ακόμα εργασία πλήρους απασχόλησης. Οι υπόλοιποι, αν είναι τυχεροί, αρκούνται στα 356 ευρώ του επιδόματος ανεργίας. Είναι η νέα γενιά της ελληνικής κρίσης, η γενιά που θα καταχωριστεί στην ιστορία ως η πρώτη γενιά που έζησε χειρότερα όχι μόνο από την προηγούμενη, αλλά και από αρκετές ακόμα που προηγήθηκαν.
Μια «φουρνιά», όπως αναφέρει το περιοδικό «Επίκαιρα», νέων παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, που είναι εγκλωβισμένη σ’ ένα στοιχειωμένο παρόν και σ’ ένα ακόμα πιο αβέβαιο μέλλον, που αναρωτιέται ποιες ευθύνες πληρώνει και παλεύει μεταξύ κατάθλιψης και οργής να βρει τον προσανατολισμό της.
Ανεργία και επισφάλεια θερίζουν
Σε μια χώρα που βιώνει ραγδαίες και επώδυνες αλλαγές, οι νέοι στην πλειοψηφία τους σήμερα που έχουν αρκετά υψηλό επίπεδο κατάρτισης έχουν έντονο αίσθημα ματαίωσης, καθώς οι κόποι τους δεν αναγνωρίζονται και η προοπτική τους είναι εξαρχής υποθηκευμένη. Το πιο σοκαριστικό στοιχείο απ’ αυτά που εκδίδει κάθε μήνα η Ελληνική Στατιστική Αρχή είναι αναμφισβήτητα το ποσοστό ανεργίας στους νέους.
Ενδεικτικά, για το Φεβρουάριο του 2012 η ανεργία στους νέους έως 24 ετών ανερχόταν στο 53,8%, δηλαδή ένας στους δύο είναι άνεργοι. Αλλά και στην αμέσως επόμενη ηλικιακή κατηγορία, 25 με 34 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο 29,1% από 12% που ήταν το 2009, όταν ξεκινούσε η περιπέτεια της χώρας. Σύμφωνα με τη Eurostat, πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στους νέους μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για όσους νέους καταφέρουν, όμως, να βρουν μια θέση εργασίας, αυτή συνήθως έχει ως βασικό γνώρισμα την επισφάλεια. Πέρα από το «κούρεμα» που έχουν ήδη υποστεί οι μισθοί, η τάση δείχνει ελαστικοποίηση των όρων εργασίας. Είναι ενδεικτικό ότι πλέον το ποσοστό των συμβάσεων μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας αντιστοιχεί στο 50,1% των νέων προσλήψεων, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΠΕ.
Επιπλέον, ένας στους τρεις εργαζόμενους εργάζεται σε καθεστώς «μαύρης» εργασίας, χωρίς δυνατότητα να θεμελιώσει ασφαλιστικά δικαιώματα και οποιαδήποτε πρόσβαση στο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Από τους απόφοιτους των ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων υπολογίζεται ότι το 30% εργάζεται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών που συχνά υποκρύπτει εξαρτημένη σχέση εργασίας. Στην ουσία νέοι άνθρωποι υψηλών προσόντων δουλεύουν για ένα… φιλοδώρημα, που σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει τις ζωτικές ανάγκες επιβίωσης και θέτει ανάχωμα στο δρόμο για την «ενηλικίωση» και την οικονομική ανεξαρτησία. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, επειδή αδυνατούν να βρουν εργασία στο αντικείμενό τους, απασχολούνται σε θέσεις χαμηλότερης ειδίκευσης σε ποσοστό περίπου 30%.
Μαζικό κύμα μετανάστευσης
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι λίγοι οι νέοι που παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας ένα σταθερότερο μέλλον.
Σύμφωνα με την υπηρεσία Europass, που προμηθεύει με βιογραφικά ανέργων εργοδότες σε όλη την Ευρώπη, 52.846 Έλληνες κατέθεσαν αιτήσεις για εύρεση εργασίας στο εξωτερικό το α΄ τετράμηνο του 2012, αριθμός που αγγίζει υψηλό ιστορικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτή η περίοδος δεν είναι η πιο ενδεδειγμένη για προσλήψεις.
Το 2011 συμπληρώθηκαν συνολικά 105.118 αιτήσεις από όλη την Ελλάδα, όταν το 2009, στην αρχή της οικονομικής κρίσης, οι αιτήσεις έφταναν τις 32.230. Μόνο στη Γερμανία πήγαν 23.800 Έλληνες μέσα στο 2011, ποσοστό αυξημένο κατά 90% σε σχέση με το 2010.
Από το δίκτυο Eures, που υλοποιείται στην Ελλάδα με τη συνδρομή του ΟΑΕΔ, έχουν αποσταλεί τα τελευταία δύο χρόνια 12.500 βιογραφικά. Άλλωστε, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Focus Bari για το Πάντειο Πανεπιστήμιο, προκύπτει ότι το 76% των νέων ηλικίας από 18 έως 24 ετών πιστεύει πως η μετανάστευση αποτελεί ιδανική λύση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης.
Η δημοσκόπηση της Κάπα Research σε Αττική και Θεσσαλονίκη είναι αποκαλυπτική των τάσεων που διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία. Υπολογίζεται ότι ένα με ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην ύπαιθρο. Το 57% απ’ αυτούς ανήκει στις δυναμικές ηλικίες των 25 με 30 ετών. Το 68,7% είναι υψηλού μορφωτικού επιπέδου, κάτοχοι πτυχιακών και μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, και οι περισσότεροι θέλουν να ασχοληθούν με τις αγροτικές καλλιέργειες ή με τον αγροτουρισμό.
Οι νέοι αναζητούν επαγγελματικές προοπτικές μ’ αυτό τον τρόπο, επενδύοντας σε παραγωγικές διαδικασίες που ευελπιστούν ότι θα έχουν ανοδική τροχιά τα επόμενα χρόνια και προσδοκώντας σ’ ένα ανθρώπινο πρότυπο ζωής. Πρόκειται για ένα αντίστροφο κύμα φυγής μ’ αυτό της αστυφιλίας που ξέσπασε στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60.
«Μιλώντας για τους νέους, μιλάμε για την αυριανή Ελλάδα. Η χώρα δεν είναι μόνο τα βουνά της. Σε κάθε νέο άνθρωπο έχουν επενδυθεί χιλιάδες ευρώ από τους γονείς και το κράτος. Όταν εγκαταλείπει τη χώρα, φεύγει κι αυτή η επένδυση», αναφέρει ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Νικήτας Πατινιώτης και συμπληρώνει:
«Η ματαίωση είναι το κεντρικό συναίσθημα των ανθρώπων που απασχολούνται σε δουλειές χαμηλότερων προσόντων. Η γενικευμένη ανασφάλεια έχει μεγάλες συνέπειες στη συγκρότηση της ταυτότητας. Οι άνθρωποι ταυτίζονται είτε με την εκπαιδευτική τους καταγωγή είτε με την επαγγελματική τους θέση. Τώρα έχουν μια κομματιασμένη ταυτότητα, επειδή η ζωή τους είναι κομματιασμένη.
Έτσι, απομειώνεται η αξία του πολιτικού θεσμού όπως τον βιώνουν οι νέοι και γίνονται εύκολα υποκείμενα λαϊκίστικων κραυγών, γιατί χάνεται η εμπιστοσύνη. Οι ανθρώπινες σχέσεις και ο πολιτισμός χτίζονται στην εμπιστοσύνη. Βέβαια, οι νέοι είναι καλύτερα εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν αυτή την αβεβαιότητα σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενιές, που έχουν μεγαλύτερη δυσκολία προσαρμογής».