Αναστάτωση έχει προκληθεί λόγω της επιστροφής των διορισμών των δικαστικών αντιπροσώπων, αλλά και τις αντιδράσεις τους σχετικά με τη φορολόγηση και τις κρατήσεις επί της εκλογικής αποζημίωσης, τρεις μόλις ημέρες πριν τη διεξαγωγή των εκλογών της 6ης Μαΐου.
Πάντως, η εισαγγελία του Αρείου Πάγου απέστειλε εγκύκλιο στους εφόρους και εισαγγελείς, να μην δέχονται την επιστροφή των διορισμών, επισημαίνοντας τις πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες σε περίπτωση αμέλειας ή απείθειας στην εκπλήρωση των καθηκόντων από πλευράς των δικαστικών αντιπροσώπων.
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Γιάννης Αδαμόπουλος απέστειλε επιστολή στον υπουργό Οικονομικών Φίλιππο Σαχινίδη όπου επισημαίνει την αντιφατικότητα της νομοθεσίας στο ζήτημα της φορολόγησης της εκλογικής αποζημίωσης.
Ειδικότερα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, ενόψει του φόβου δικαστικοί αντιπρόσωποι να αρχίσουν να επιστρέφουν ομαδικά τους διορισμούς τους, λόγω της φορολόγησης της εκλογικής αποζημίωσης, απέστειλε εγκύκλιο προς τους εφόρους αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής και τους εισαγγελείς Πρωτοδικών, στην οποία υπογραμμίζει ότι όσοι παρέλαβαν το διορισμό τους δεν μπορούν να τον αποποιηθούν.
Ο κ. Τέντες υπογραμμίζει στην εγκύκλιό του ότι «παρατηρείται το φαινόμενο δικαστικοί αντιπρόσωποι εμφανιζόμενοι ενώπιον των εισαγγελικών αρχών να εκδηλώνουν πρόθεση αποποιήσεως του διορισμού τους διά της επιστροφής του εγγράφου διορισμού τους μετά την παραλαβή του».
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός υπενθυμίζει ότι «οι τακτικοί και αναπληρωτές αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής, μη έχοντες το δικαίωμα αποποιήσεως του διορισμού τους, είναι υποχρεωμένοι να εμφανίζονται στον τόπο του διορισμού τους δύο ημέρες πριν από την ψηφοφορία και να εκτελούν εγκαίρως και επιμελώς τα καθήκοντά τους».
Επομένως, σημειώνει ο κ. Τέντες, «οι εισαγγελείς Πρωτοδικών δεν πρέπει να δέχονται επιστροφές διοριστηρίων αλλά αντιθέτως οφείλουν να υποδεικνύουν στους δικαστικούς αντιπροσώπους τις ως άνω υποχρεώσεις τους, υπενθυμίζοντας σε αυτούς τις πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες, που υπέχουν στην περίπτωση που αμελούν ή δείχνουν απείθεια στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους».
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Τέντε, οι έφοροι θα πρέπει: «α) Να γνωστοποιούν στους αρμόδιους εισαγγελείς Πρωτοδικών τα πλήρη στοιχεία όσων δικαστικών αντιπροσώπων δεν προσέρχονται αδικαιολόγητα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους επειδή η άρνησή τους αυτή είναι αξιόποινη πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 118 παρ. 3 του Π.Δ. 26/2012, β) σε περίπτωση που εξαντληθεί ο αριθμός των αναπληρωματικών δικαστικών αντιπροσώπων και υπάρχουν εκλογικά τμήματα χωρίς δικαστικό αντιπρόσωπο, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 9 του παραπάνω Π.Δ. 26/2012: 1) να διορίζουν ως αντιπροσώπους πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 68 του Π.Δ. 26/2012 τα οποία βρίσκονται στην περιφέρειά τους, αφού προηγουμένως ζητήσουν σχετικά στοιχεία ταυτότητα από τα Πρωτοδικεία, τους Δικηγορικούς Συλλόγους και την περιφέρεια και 2) να χρησιμοποιούν δικαστικούς αντιπροσώπους από όμορες περιφέρειες μετά από σχετική αίτησή τους και εντολή του εφόρου στην περιφέρεια του οποίου αυτοί έχουν διοριστεί».